ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ:
ΟΣΜΩΣΗ ΔΥΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ



Συχνά γίνεται λόγος για τις δυο Ελλάδες: την εντός των συνόρων και την εκτός... Ο οξύμωρος αυτός διαχωρισμός αφορά τα δυο σκέλη του Ελληνισμού: τα δέκα εκατομμύρια Έλληνες μόνιμους κατοίκους της χώρας και τα περίπου οχτώ εκατομμύρια Έλληνες που ζουν διασκορπισμένοι στον υπόλοιπο κόσμο. Ως μέρος αυτού του δευτέρου πολυπληθούς τμήματος, η διανόηση, η καλλιτεχνική και η επιστημονική διασπορά έχουν κάνει συχνά υπερήφανο τον ελληνισμό. Οι σημερινοί Έλληνες της διασποράς, ως επί το πλείστον δεύτερης και τρίτης γενεάς, προέρχονται, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, από τους μετανάστες του Πρώτου και κυρίως του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, σ ένα πολύ μικρό ποσοστό, από τα προνομιούχα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που οικειοθελώς μετοίκησαν. Αυτοί επάνδρωσαν και την ελληνική κοινότητα των ΗΠΑ με σημαντικότερα κέντρα το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη, όπου και η μυθική μικρή Ελλάδα της Αστόρια.

Ο Ελληνισμός διατήρησε και εκεί, όπως απανταχού, τα ήθη, τα έθιμα και τις σχέσεις του με την πατρίδα, παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες των πρώτων, τουλάχιστον, δεκαετιών. Οι σχέσεις αυτές, συχνά περίπλοκες, έχουν παραμέτρους όχι μόνο συναισθηματικές και ψυχολογικές, αλλά και οικονομικές και πολιτισμικές. Ένα μείζον ζήτημα που προκύπτει απ' αυτές σε συνδυασμό με την εκεί διαβίωση είναι εκείνο της αφομοίωσης και της ταυτότητας, που ήταν και παραμένει ιδιαίτερα σύνθετο, παρόλο που στην ανοικτή και πολυεθνική κοινωνία της Αμερικής η αποδοχή και η ένταξη των ξένων ήταν πολύ πιο εύκολη και γινόταν με έναν πολύ πιο φυσικό τρόπο απ' ό,τι στη Γηραιά Ήπειρο.

Παρά τις δυσκολίες της εγκατάστασης, φαίνεται ότι στο χώρο της εικαστικής έκφρασης πολλοί Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνες έπαιξαν από τα μέσα της δεκαετίας του '20 μέχρι και σήμερα έναν ενδιαφέροντα και ενίοτε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στα πεπραγμένα της αμερικανικής τέχνης.

Αρκετούς από αυτούς τους καλλιτέχνες, γνωστούς ως Greek Americans, παρουσίασε η μεγάλη έκθεση που διοργανώθηκε αρχικά στο Queens Museum of Art τον Οκτώβριο του 1999, στην περιοχή όπου βρίσκεται και η πολύ οικεία στους Έλληνες Αστόρια. Η έκθεση Modern Odysseys:Greek American Artists of the 20th Century, που το Σεπτέμβριο ανοίγει τις πόρτες της και στο ελληνικό κοινό στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, επιχειρεί να καταγράψει ιστορικά --φυσικά ενδεικτικά και επιλεκτικά-- αυτή την εικαστική κοινότητα και να παρουσιάσει την Οδύσσεια --με την έννοια της περιπέτειας και του ταξιδιού και όχι απαραίτητα του ανδραγαθήματος-- των Ελληνοαμερικανών καλλιτεχνών στο νέο κόσμο. Η έκθεση καλύπτει τη χρονική περίοδο από το 1920 μέχρι την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. Ως κοινός παρονομαστής, παρά τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητες του καθενός καλλιτέχνη χωριστά, θα μπορούσε να εκληφθεί η ενσωμάτωση των έργων στην εικαστική αμερικανική πραγματικότητα, παράλληλα με τη διατήρηση στοιχείων που τα συνδέουν άμεσα ή έμμεσα με τον ελληνικό πολιτισμό, παλαιότερο και νεότερο.

Τα έργα των τριάντα πέντε καλλιτεχνών που έχουν επιλεχθεί δίνουν μια πολύτιμη μαρτυρία, τόσο για την πορεία της τέχνης της Ελλάδας όσο και γι' αυτήν της Αμερικής, της χώρας που αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο χωνευτήρι πολιτισμών όλων των εποχών, μετά τη Βιβλική Βαβέλ. Είναι βέβαιο ότι σε τέτοιες εκθέσεις μοιραία υπάρχουν παραλείψεις- άλλωστε, δε θα ήταν δυνατό να συμβαίνει διαφορετικά, διότι δύσκολα μπορεί να καλυφθεί απόλυτα ένα τέτοιο θέμα. Επίσης, είναι σαφές ότι η έκθεση δεν αναφέρεται στις πολύ σύγχρονες τάσεις των νεότερων Ελληνοαμερικανών ή Ελλήνων καλλιτεχνών που έχουν πρόσφατα ξεκινήσει καριέρα στις ΗΠΑ. Ίσως, θα έπρεπε να προσθέσουμε και το ότι σήμερα ακόμη και το θέμα της ταυτότητας έχει αλλάξει, μια και ορίζεται από έννοιες πολύ ευρύτερες, όπως Δυτικός, Ανατολικός Ευρωπαίος κ.ά.. Επίσης, ο όρος εθνικός (national) αντικαθίσταται συχνά από τον όρο εθνίκ, ενώ ο πάλαι ποτέ μετανάστης έχει σήμερα μετατραπεί, για το δυτικό τουλάχιστον κόσμο, σε νομάδα. Είναι, λοιπόν, επόμενο και οι κατηγοριοποιήσεις να μη συμπίπτουν πια με αυτές του παρελθόντος.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η έκθεση αυτή αποτελεί την πρώτη συστηματική, σε τέτοια έκταση, μελέτη, παρουσίαση και καταγραφή τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ ενός τμήματος του σύγχρονου πολιτισμού μας, που συνδυάζει στοιχεία εντοπιότητας με στοιχεία διεθνισμού και που φωτίζει κάποιες άγνωστες σήμερα στους περισσότερους, αλλά κάποτε σπάνιες και ξεχωριστές παρουσίες όχι μόνον αποκλειστικά του εικαστικού χώρου, αλλά ευρύτερα της αμερικανικής ζωής και διανόησης.

Στην Ελλάδα είμαστε εξοικειωμένοι με ονόματα καλλιτεχνών όπως των Σαμαρά, Λεκάκη, Χρύσας, Δάφνη, Στάμου, Αντωνάκου, μεταξύ άλλων, όπως και κάποιων νεότερων --που μπορεί και να μη συμμετέχουν στην έκθεση-- που ζουν και εργάζονται εκεί αλλά εκθέτουν συχνά και στην Ελλάδα, όπως οι Χατζηπατέρας, Βέκρης, Λάσκαρη, Καλλιμανοπούλου, Γκίκα, Κεραμέα, Μανέτας, Κακανιάς ή Πηγαδάς. Δεν ξέρουμε, όμως, παρά λίγα για τη δουλειά των Andrea Spiros, Jim Morphesis, George Negroponte, Despo Magoni, Ioannis Iordanides, MICA-TV, Theodora Skipitares ή του Costa Vavagiakis, μεταξύ άλλων. Επίσης, λίγοι θυμόμαστε ή γνωρίζουμε καλά το έργο των Constant, Baziotes, Xceron, Καλδή, Μάρρου, Hadzi ή Hios και το ρόλο που αυτοί οι καλλιτέχνες έπαιξαν στη διαμόρφωση της ευρύτερης αμερικανικής τέχνης, αλλά και στην ενίσχυση της εθνικής συνείδησης της ελληνικής κοινότητας. Ακόμη, μάλλον, λιγότεροι έχουμε συλλάβει το μέγεθος της προσωπικότητας ενός Βάσσου, ενός Βάρδα ή, ακόμη περισσότερο, ενός Καλλάς τον οποίο νιώθουμε την ανάγκη να αναφέρουμε, παρόλο που δεν του έχει γίνει μνεία στη συγκεκριμένη έκθεση.

Στην άγνοια μας αυτή, βέβαια, έχει συντελέσει και η ελλιπής έως ανύπαρκτη βιβλιογραφία γύρω από την ελληνοαμερικανική εικαστική κοινότητα. Μεταξύ των λίγων εξαιρέσεων συγκαταλέγονται τα βιβλία των Α. Προκοπίου, Αισθητική και Τέχνη στην Αμερική, Αθήνα 1961, και Alice Scourby, The Greek American Community in Transition, Νέα Υόρκη 1982. Αν υπήρχε περισσότερη πληροφόρηση, θα γνωρίζαμε ίσως τότε ότι πολλοί από τους Ελληνοαμερικανούς καλλιτέχνες είχαν σε χρόνια καθοριστικά για την πορεία και την εξέλιξη της τέχνης και έχουν και σήμερα, παράλληλα με την προσωπική τους καλλιτεχνική παραγωγή, σημαντικές θέσεις και ακαδημαϊκή καριέρα σε κορυφαίες σχολές και πανεπιστήμια. Μεταξύ αυτών ο William Baziotes στο Hunter College, ο σημαντικότατος γλύπτης της ομάδας των αφηρημένων εξπρεσιονιστών Peter Voulkos, που ίδρυσε το Τμήμα Κεραμικής στο Μπέρκλεΐ, ο Dimitri Hadzi στο Χάρβαρντ, ο John Gregoropoulos στο Κονέκτικατ, ο Theo Hios στο New School και η Athena Tacha στο Oberlin College. Άλλωστε και ο George Constant μπορεί να μη δίδαξε, αλλά διατέλεσε Διευθυντής του Society of Independent Artists στη Νέα Υόρκη και ιδρυτικό μέλος και Πρόεδρος, στη συνέχεια, της Society of Modern Painters and Sculptors. Θα έπρεπε, ωστόσο, να γνωρίζουμε για τα μνημειώδη έργα του Dimitri Hadzi που κοσμούν τη Βοστώνη ή για τα δημόσια έργα γλυπτικής της Athena Tacha με τον έντονα αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.

Η κριτική και ειρωνική στάση απέναντι στην καθημερινότητα των εντεταγμένων πια και συγχρωτισμένων απόλυτα με το σύγχρονο προβληματισμό νεότερων γενεών καλλιτεχνών φαίνεται στο έργο των Jenny Marketou, Steve Gianakos ή Philip Tsiaras. Όμως και η καθαρή, σχεδόν minimal φόρμα που χαρακτηρίζει τα έργα του Nassos Daphnis, τη γλυπτική του Cristos Gianakos, τις εγκαταστάσεις νέον του Stephen Antonakos, τα πρώτα σε γύψο έργα της Chryssa, και ειδικότερα τη σειρά Cycladic Books, έχει μεγάλη συγγένεια με την κυκλαδική τέχνη. Συγγένεια, όμως, με την αρχαία ελληνική τέχνη και μυθολογία διατηρούν και συχνά τονίζουν μέσα από τους τίτλους τους και τα έργα της ιδιαίτερα σημαντικής καλλιτέχνιδας Lynda Benglis, οι φωτογραφίες της Ελένης Μυλωνά, οι κατασκευές και, αργότερα, τα κοστούμια θεάτρου για τις Εκκλησιάζουσες του Μάρκου Χατζηπατέρα.

Η ίδια σχέση φαίνεται, ακόμη να διατηρείται στα πολύ σύγχρονα έργα των νεότατων Andrea Spiros και Jim Morphesis, μεταξύ άλλων. Η αναφορά στην αρχαία ελληνική τέχνη άπτεται και της αρχιτεκτονικής, όπως φαίνεται στην περίπτωση του Cristos Gianakos και της Athena Tacha , και δείχνει να αντέχει ακόμη και όταν διυλίζεται από τη σύγχρονη έκφραση και τη νέα τεχνολογία, όπως στην περίπτωση της ομάδας ΜΙCΑ-ΤV. Δεν είναι λιγότερο σημαντική, επίσης, και η αναφορά στη βυζαντινή τέχνη. Στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στις κατασκευές, ακόμη και σε έργα όπου χρησιμοποιούνται νέα τεχνολογικά μέσα, είναι ενίοτε εμφανής η επίδραση ενός βυζαντινού απόηχου, με έμφαση στην πνευματικότητα, στο εσωτερικό φως, στο αχειροποίητο, αλλά και στην αγάπη για την απεικόνιση, για το χρώμα, για την ύλη, για τη βαρύτιμη διακόσμηση. Προς αυτή την κατεύθυνση ρέπουν τα έργα του Lucas Samaras, τα κουτιά που μοιάζουν με διακοσμημένες μικρές λειψανοθήκες ή οστεοφυλάκια ή οι αυτοπροσωπογραφίες του με polaroid, τα έργα με νέον και τα Meditation Chapels του Stephen Antonakos, η σειρά Byzantium του Theodoros Stamos, η μνημειώδης αφηρημένη ζωγραφική του George Negroponte, η γλυπτική με χαλκό και μπρούντζο, αλλά και η αισθησιακή ζωγραφική της Lynda Benglis ή τα Pattern Paintings της Mary Grigoriadis, για να αναφερθούμε σε δυο καλλιτέχνιδες που διατήρησαν στενές σχέσεις με το φεμινιστικό κίνημα.

Φυσικά υπάρχουν ξεχωριστές περιπτώσεις, όπως του κορυφαίου γλύπτη Michael Lekakis του οποίου τα έργα σε ξύλο άλλοτε προσομοιάζουν με τις οργανικές μορφές των πρώτων βιομορφικών έργων του Theodoros Stamos και άλλοτε ακολουθούν μια εσωτερική δομική αλληλουχία και αυστηρότητα που καταλήγει σε σύνθετες αλλά στυλιζαρισμένες γεωμετρικές φόρμες. Τα έργα αυτά εκ πρώτης όψεως, αν εξαιρέσει κανείς τους τίτλους τους, δε δείχνουν να κοιτούν προς την Ελλάδα. Όμως, ολόκληρο το έργο του είναι βασισμένο στην αρχή ένταση-λύση που πρωτοχρησιμοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες λαξεύοντας το μάρμαρο. Παρά τις αναφορές του στην κυκλαδική τέχνη, το έργο του Βασίλη Μάρρου είναι περισσότερο κατανοητό μέσα από το πρίσμα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Δύσκολα, επίσης, μπορεί να συνδέσει κανείς αποκλειστικά με την Ελλάδα -παρά τη σημασία του Greek Portofolio που πρόσφατα είδαμε στην Αθήνα- στο σύνολο του το έργο του φωτογράφου του Magnum Costa Manos ή, ακόμη, το γνωστότερο τμήμα του έργου της Chryssa, που είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένο από τις διαφημιστικές επιγραφές του Broadway ή της China Town, ή τα έργα των George Negroponte, Jim Morphesis, Theodore Skipitares, Andrea Spiros- όμως, παρά τη μη προφανή σχέση, διατηρείται πάντα κάτι που συνδέει το έργο των καλλιτεχνών αυτών με τον τόπο καταγωγής τους. Άλλωστε, οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση Modern Odysseys:Greek American Artists of the 20th Century είναι σαφές ότι δεν επιλέχθηκαν με γνώμονα την ελληνικότητα τους -όρο ιδιαίτερα παρεξηγημένο- ή τη διαρκή αναφορά τους στην Ελλάδα μέσω του έργου τους. Είναι φυσικό, ανάλογα με τη χρονική στιγμή της καλλιτεχνικής τους δράσης, να τονίζονται άλλοτε η νοσταλγία, η ανάμνηση, η συναισθηματική εξάρτηση και άλλοτε η ανάγκη για ένταξη, αφομοίωση και ενεργή συμμετοχή στα καλλιτεχνικά δρώμενα των ΗΠΑ. Εν τέλει το ζητούμενο είναι ο κοινός τόπος αυτών των καλλιτεχνών: η όσμωση των δύο πολιτισμικών επιρροών που δέχθηκαν ή συνεχίζουν να δέχονται, πράγμα που φαίνεται να λειτουργεί θαυμάσια τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με την έξαρση αφενός της υποκειμενικότητας και της αυτοαναφορικότητας και αφετέρου της δυναμικής που έχει αποκτήσει η έθνικ κουλτούρα ακόμα και παρουσιασμένη με τα πλέον σύγχρονα μέσα.

Το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου με μεγάλη χαρά υποστήριξε στις ΗΠΑ την οργάνωση της έκθεσης Modern Odysseys:Greek American Artists of the 20th Century μαζί με άλλους φορείς και συνεργάστηκε στην Ελλάδα με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που ανέλαβε τη μεταφορά και την παρουσίαση της στη Θεσσαλονίκη. Αξίζουν συγχαρητήρια στο Queens Museum of Art, στους επιμελητές και όλους όσους έλαβαν την πρωτοβουλία για την υλοποίηση αυτής της έκθεσης. Η συνεργασία των τριών φορέων σήμερα αποτελεί φόρο τιμής στους Έλληνες της διασποράς που μετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση της σύγχρονης αμερικανικής τέχνης, ειδικότερα στη διάρκεια του κινήματος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Φωτίζει δε τον τρόπο με τον οποίο δύο μεγάλοι πολιτισμοί, ένας παλιότερος και ένας σύγχρονος, μπόρεσαν να συνδυαστούν και να επηρεάσουν δημιουργικά καλλιτέχνες που, αν και εμπνεόμενοι από το παρελθόν, ανταποκρίνονται στην πρόκληση του σήμερα και δέχονται να συμμετέχουν με το δικό τους ιδιότυπο ιδίωμα στο διεθνές λεξιλόγιο της τέχνης, ειδικότερα κάτω από την απειλή της πολυσυζητημένης ομογενοποίησης.

Κατερίνα Κοσκινά
Ιστορικός Τέχνης,
Επιμελήτρια του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου

© ART TOPOS, 1998
E-mail: info@artopos.org
Με την άδεια και την ευγενική υποστήριξη
του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου