(...)
Η ελληνική μυθολογία, επιπλέον, παρέχει ένα ρεπερτόριο ηρωικών και μεγαλόπρεπων θεμάτων που παραμένουν έγκυρα εργαλεία για την ερμηνεία του κόσμου. Ο Προμηθέας Δεσμώτης (1996) του Morphesis (Τζιμ Μορφέσης) αποτελεί μια ομοερωτική εικόνα της εποχής του AIDS, χωρίς να παραβιάζει τη γενική δομή του αρχικού μύθου. Δεσμώτης ενός βράχου, τιμωρούμενος για τις πράξεις του, ο Προμηθέας προσδοκά τη σωτηρία από τον Ηρακλή, αλλά στο μεταξύ το σώμα του σφαδάζει από την οδύνη της εσωτερικής φθοράς. Στον μύθο, ένας αετός κατατρώει το συκώτι του. Η ελληνική μυθολογία και κουλτούρα δίνουν το παρόν επίσης βάσει πιο αφηρημένων μοντέλων. Το επαναλαμβανόμενο κυκλικό στοιχείο στο έργο Ο Κύκλος (1991) της Zoe Kerameas (Ζωή Κεραμέα) παραπέμπει τόσο εννοιολογικά όσο και μορφολογικά στον διηνεκή κύκλο της γένεσης και της φθοράς - με τη γη να προσωποποιείται από το μυθικό φίδι Ορόμπουρος, που καταβροχθίζει την ίδια του την ουρά. Ο Αμφορέας (1984) της Mylonas (Ελένη Μυλωνά), ένα μνημειώδες, ηδυπαθές γυναικείο γυμνό ιδωμένο από πίσω, με τα χέρια στη μέση, επιβεβαιώνει το αρχέτυπο του αγγείου ως μοντέλου της αφηρημένης ομορφιάς της ανθρώπινης μορφής.
Ως κριτικοί, έφοροι και ιστορικοί τέχνης, αναγνωρίζουμε και εμείς συχνά στοιχεία "ελληνικής" πραγματείας στο έργο των Ελληνοαμερικανών καλλιτεχνών. Εάν και ορισμένες φορές η ενδεχομένως απλοϊκή αυτή ερμηνεία πρέπει να αποφεύγεται, παραμένει εντούτοις η πλέον αποτελεσματική. Μία "ελληνική" εικόνα που βοηθάει για παράδειγμα στην απόδοση της αίσθησης της πλαστικής κινητικότητας του Πολυκίνητος (1997) του Electrus (Ελέκτρους) είναι ο λαβύρινθος του Μινώταυρου. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι οι δίοδοι της ηλεκτρονικής κίνησης προσομοιάζουν σε λαβύρινθο, αλλά και στο ότι το συνεχές κύκλωμα high-tech παραλόγου και δυσλειτουργίας - φώτα που αναβοσβήνουν, περιττοί μετρητές φωτοδιόδων, και άλλες ακολουθίες "πολυκινητικής" κίνησης --ενώ αρχικά φαντάζει ως ένα χαριτωμένο παιχνίδι ηλεκτρονικής δραστηριότητας, στη συνέχεια ξεδιπλώνεται ως σημαντικό σχόλιο στις πολλαπλές απατηλές υποσχέσεις της επιστήμης.
Από μία άλλη οπτική, η ασέβεια δεν λείπει από το έργο των Ελληνοαμερικανών καλλιτεχνών. Η απόσταση των Ηνωμένων Πολιτειών επιτρέπει την άσκηση κριτικής στην ελληνική κουλτούρα. Η Ελληνική Μυθολογία # 1: Μουσειακό Έκθεμα Δύο Αγοριών από την Ελλάδα (1983) του Steve Gianakos (Στηβ Γιαννακός), είναι αντιπροσωπευτική της "αναρχικής" στάσης του καλλιτέχνη. Σε αυτόν τον ασπρόμαυρο πίνακα ποπ ύφους, δύο αρχαίοι Κούροι επιδίδονται σε διακριτικές ερωτικές περιπτύξεις μέσα στη βιτρίνα του μουσείου που τους περικλείει, ενδεδυμένοι φυσικά με τον παραδοσιακό ελληνικό χιτώνα. Ο Costa Vavagiakis (Κώστας Βαβαγιάκης) που συμπεριλήφθηκε στις Μοντέρνες Οδύσσειες, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη μυθολογία, ζωγραφίζει υπερρεαλιστικά γυμνά πορτρέτα. Το έργο του Vavagiakis αποτελεί μια επιστημονική ανάλυση της φυσικής ομορφιάς του ατόμου, αυτής που ανακύπτει από την απέκδυση όλων των αφηγηματικών στοιχείων- ιματισμός, ατμόσφαιρα, διακόσμηση - που συμβάλλουν στη μυθοποίηση του ανθρώπινου υποκειμένου.
Η νεωτεριστική αντίληψη του βυζαντινισμού --αφαίρεση ή ολοκληρωτικός διάκοσμος ως πεδίο εξαπλωμένης φόρμας που καταργεί την υλική διάσταση του έργου τέχνης (σχετίζεται, για παράδειγμα, με έργα του Gustav Klimt -διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τις Μοντέρνες Οδύσσειες. Το χρώμα και το σχήμα επιβάλλονται ως δυνάμεις στα έργα με μοτίβα ('70 και '80) της Mary Grigoriadis (Μαίρη Γρηγοριάδη). Η τυπικότητα και η τολμηρή γεωμετρία των έργων δεν επιτρέπουν αφηγηματική ανάγνωση, ενώ επιβεβαιώνουν τη δύναμη των διακοσμητικών μοτίβων. Ομοίως, η ένταση της διακοσμητικής ενέργειας στο έργο του Samaras, η χρήση του φωτός και οι αντανακλούσες χρυσαφιές επιφάνειες που απαλείφουν τις συμπαγείς μορφές στο έργο του Antonakos, έχουν περιγραφεί ως Βυζαντινά. Μία σύγχρονη παραλλαγή του βυζαντινισμού δίνει η εγκατάσταση της Jenny Marketou (Τζένη Μαρκέτου), SMELL BYTES TM, που πρωτοδημιουργήθηκε για τη Μπιενάλε του Σάο Πάολο του 1998 (η Marketou εκπροσώπησε την Ελλάδα), και η οποία ασχολείται με το θέμα της αφομοίωσης του ατόμου στην σύγχρονη "κυβερνοεποχή". Το έργο της Marketou εστιάζει στην απώλεια της ατομικότητας στην ευρύτερη κοινωνία και τα σύνθετα κοινωνικά και τεχνολογικά συστήματα. Στο SMELL BYTES TM, το άτομο καθίσταται εικονικό προϊόν, μέσω ενός παιχνιδιού του Διαδικτύου (ο "Chris" αιχμαλωτίζει την οσμή που αναδίνει το σώμα ενός ατόμου και το συσκευάζει ως εμπορικό άρωμα - το αντίστοιχο "Passion" της Elizabeth Taylor ή το "Obsession" του Calvin Klein). Οι εικόνες των παικτών προβάλλονται σε μεγάλες διαστάσεις σε ιριδίζοντα ψηφιοποιημένα χρώματα επάνω στους κυκλικούς τοίχους του χώρου της εγκατάστασης.
Τα αρχαία ελληνικά δράματα και η ελληνική δραματική παράδοση διαπνέουν τις Μοντέρνες Οδύσσειες. Η Καρέκλα με τέσσερις μορφές (1983) του Lucas Samaras (Λουκάς Σαμαράς), είναι μια μπρούτζινη καρέκλα, με το κάθισμα να λειτουργεί σαν σκηνή για τέσσερις μπρούτζινες μορφές ακαθόριστου σχήματος που πρωταγωνιστούν σε μια ιδιότυπη θεατρική σκηνή. Το απίστευτα αστείο έργο του Mark Hatjipateras (Μάρκος Χατζηπατέρας) Συνάθροιση Βασιλισσών (1999) με πέντε χαρακτήρες από τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, αποδεικνύει ότι τα αρχαία κείμενα παραμένουν πάντα ένα σημαντικό μέσο για την κριτική της σύγχρονης κοινωνίας. Άλλους καλλιτέχνες απασχολούν οι δομές της αφηγηματικής διαδικασίας. Η Athena Tacha (Αθηνά Τάχα) αντιλαμβάνεται τα αρχαία κείμενα ως μοντέλα της θεατρικής πλοκής μέσω της οποίας οι δημιουργίες της - δημόσιες εγκαταστάσεις αρχιτεκτονικής γλυπτικής αποκαλύπτονται στους θεατές. Παρόμοια διαδικασία εκκινείται από τα αφηρημένα έργα του George Negroponte (Τζορτζ Νεγκροπόντε), του οποίου η Περικύκλωση (1994) απαιτεί από τον θεατή ικανό χρόνο ώστε να καταφέρει να εισέλθει στο πραγματικό σπήλαιο πινελιών που λειτουργούν σε στρώματα σαν χειρονομίες, και είναι τόσο αυθόρμητες όσο και ενορχηστρωμένες σύμφωνα με κάποια δραματική δομή.
Πολλοί Ελληνοαμερικανοί καλλιτέχνες χρησιμοποιούν την ελληνική αρχιτεκτονική ως έμπνευση. Οι μινιμαλιστικοί πίνακες και τα γλυπτά του Cristos Gianakos (Χρήστος Γιαννακός) αξιοποιούν την αρχιτεκτονική φόρμα ως μεταφορά της ικανότητας του νου να υπερθέσει την τάξη στη φύση. Η πλέον μνημειώδης υπαίθρια κατασκευή του, Στύγα (1987) --κτισμένη (εύστοχα) για το Socrates Park στο Queens της Νέας Υόρκης-- ήταν μία πελώρια ράμπα δύο όψεων, μία ανοικτή ξύλινη διάταξη. Σαν γιγαντιαία σκηνή για θέατρο Τιτάνων, η Στύγα κατασκευάσθηκε στις όχθες του East River, οριοθετώντας την πόλη κατά μήκος του ποταμού (Μανχάταν) ως τον υπόκοσμο -το συναρπαστικότερο και φοβερότερο μέρος που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, προσπελάσιμο μέσω της διάβασης του River Styx (East River). Ο Stephen Antonakos (Στυλιανός Αντωνάκος) εμπνέεται από την ταπεινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της σύγχρονης Ελλάδας, την οποία ανακαλεί από τις παιδικές του μνήμες. Ενώ ο Antonakos θυμάται έναν "πύρινο τοίχωμα" στις κόκκινες φόρμες από γυαλί των αναμμένων κεριών-αναθημάτων, μεταφράζει αυτό το πνευματικό φως σε ένα πεδίο κόκκινων γλόμπων στην τοπο-ειδικευμένη εγκατάσταση του, το Παρεκκλήσι Διαλογισμού των Μαρτύρων (1999), το οποίο δημιούργησε για τις Μοντέρνες Οδύσσειες. Η πεποίθηση ότι η αρχιτεκτονική ενσαρκώνει τις φιλοδοξίες και τις αντιφάσεις ενός πολιτισμού αποτελεί τον άξονα του Καταρράκτης/Κατακόρυφα Τοπία (1986), ένα εξάλεπτο βίντεο παραγωγής MICA - TV (Carole Ann Klonarides και Michael Owen). Το "εξπρεσιονιστικό τοπίο" (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο - κλειδί στο βίντεο) της σύγχρονης αμερικανικής ζωής εμφανίζεται ως μία συνεχής κατακόρυφη ακολουθία εικόνων από ουρανοξύστες του Μανχάταν, πόλεις της υπαίθρου, το Shea Stadium, το Radio City Music Hall, εμπορικά κέντρα των προαστίων, γήπεδα του γκολφ και σαλόνια ξενοδοχείων, όπου παρεμβάλλονται αντικείμενα σε ελεύθερη πτώση, όπως τσιγάρα, ένα ανοιχτό κουτάκι Coca-Cola, και μία αναποδογυρισμένη συσκευασία με πατάτες McDonald's. Ο Καταρράκτης ολοκληρώνεται με μία γρήγορη κάθοδο διαμέσου ενός ζοφερού δαιδάλου υπογείων και υπο-υπογείων (με κόκκινο απόκοσμο φωτισμό) σε ένα απροσδιόριστο κτιριακό συγκρότημα.
Η "ελληνιστικότητα", αν θέλουμε να εφεύρουμε έναν όρο, αποτελεί πολύμορφο χώρο, κάτι όμως που ενώνει τους Ελληνοαμερικανούς είναι η επίγνωση του γεγονότος ότι για αιώνες ο πολιτισμός τους θεωρούνταν θεμέλιος λίθος της δυτικής κουλτούρας. Αυτό αποτελεί μεγάλη ευθύνη, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι σήμερα η επικρατέστερη κουλτούρα στο Δυτικό Κόσμο είναι η αμερικανική. Ακόμη και όταν οι Ελληνοαμερικανοί καλλιτέχνες δεν εμπνέονται από τη μυθολογία, τα έργα τους αποπνέουν ένα μεγαλείο και ένα αίσθημα μυθολογικού κύρους. Όταν, σε μία από τις Φωτογραφίες του Οικογενειακού Άλμπουμ (1980-90), ο Philip Tsiaras (Φίλιππος Τσιάρας) φωτογραφίζει τη μητέρα και τις θείες του να παίζουν μπάντμιντον στον κήπο του σπιτιού τους, αυτές παραπέμπουν σε κοσμικές θεές, που κυνηγούν το φτερωτό μπαλάκι με χορευτικές, γεμάτες χάρη κινήσεις. Το σπίτι, σε στυλ ελληνικής αγροικίας, με τις γνώριμες κληματαριές, είναι ο ναός τους. Έντονο ελληνικό στοιχείο αποπνέει και το έργο της Morfy Gikas (Μόρφη Γκίκα) Λύτρωση (1995), όπου η ανθρώπινη μορφή μεταμορφώνεται σε μπρούτζινο δοχείο, ένα άδειο κέλυφος με ένα σκοτεινό εσωτερικό κενό. Η συμπαγής πατίνα του έργου - απλωμένη σε στρώματα, γουβιασμένη, με τα σημάδια από το ανθρώπινο άγγιγμα, κάπου σπασμένη, αλλού μπαλωμένη - κουβαλάει πάνω της τις προσδοκίες και τα συναισθήματα της ανθρωπότητας διαμέσου των αιώνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του καλλιτεχνικού μεγαλείου της έκθεσης είναι το αριστούργημα της Lynda Benglis (Λίντα Μπένγκλη), από τα πρώιμα έργα της, με τίτλο Λαθρεμπόριο (1969). Στο γιγαντιαίο αυτό επιδαπέδιο πίνακα, εννέα γιάρδες σε μήκος, που δημιουργήθηκε από την πτώση χρωματισμένου λάτεξ στο πάτωμα, τα αναμεμιγμένα χρώματα δημιουργούν έναν έκπαγλο ποταμό οπτικής έντασης και υπερώριμου αισθησιασμού. Το έργο σχηματίζει μια πελώρια γλώσσα, η οποία μοιάζει να εμπεριέχει τη δύναμη των ανθρώπινων γλωσσών, του έρωτα, της ιστορίας, της βίας και της καταστροφής. Παρατηρώντας το Λαθρεμπόριο, ο θεατής χάνεται μέσα στα ρυάκια και τους χείμαρους των χρωμάτων. Εκτός πλαισίου της συγκεκριμένης έκθεσης, η τέχνη της Benglis μοιάζει να μην έχει μεγάλη σχέση με την ελληνική της πολιτιστική κληρονομιά. Από τους βασικούς σκοπούς της έκθεσης είναι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο έκφρασης του μνημειώδους χαρακτήρα της με ένα ισχυρό αίσθημα ένταξης στην ιστορία που μοιράζονται οι Ελληνοαμερικανοί.
Η σχέση του καλλιτέχνη με τα ποικίλα πολιτισμικά βιώματα που τον επηρεάζουν στη δημιουργία των έργων του είναι πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Στο έργο της Chryssa (Χρύσα) με τίτλο Σχέδιο για τις "Πύλες της Times Square" (1983), η ιδέα του αρχιτεκτονικού υπολείμματος - και συγκεκριμένα του ελληνικού ερειπίου -χρησιμοποιείται ως σύμβολο του πολιτισμού γενικά, και της Νέας Υόρκης ειδικότερα. Στο μνημειώδες αυτό σχέδιο, οι φωτεινές επιγραφές της Times Square που τόσο εντυπωσίασαν την καλλιτέχνιδα όταν έφθασε στη Νέα Υόρκη το 1954 συνοψίζονται σε μια σειρά αφηρημένων μορφών. Σχεδιασμένες να αποτελούνται από νέον στην τελική μορφή του γλυπτού, αποτελούν ίσως χαρακτήρες ή τμήματα κάποιου άγνωστου αλφάβητου - κομμάτια που συμβολίζουν ένα ολόκληρο λεξιλόγιο μορφών στο αστικό τοπίο, τα μεγάλα γράμματα από νέον της Times Square. Περιγράφουν τη μητρόπολη ως ένα μέρος όπου η γλώσσα ανταλλάσσεται με οπτικά σήματα που προσφέρονται στο θεατή αποσπασματικά, χωρίς να γίνονται απόλυτα κατανοητά από όλους.
Πολύ πριν η ιδέα γίνει της μόδας, η Chryssa συνειδητοποίησε ότι η πόλη αποτελούσε ένα πολυπολιτισμικό τοπίο οπτικοποιημένων πληροφοριών. Το έργο της Άποψη Κινεζικής Πόλης (1983), για παράδειγμα, είναι μια σύνθετη δομή που αποτελείται από πολυάριθμα στοιχεία αλουμινίου σε μορφή κυψέλης, κομμένα σε σχήματα εμπνευσμένα από τα Κινέζικα ιδεογράμματα. Για την Chryssa (η οποία ήταν τελείως άσχετη με τη Νέα Υόρκη όταν έφθασε εκεί από την Καλιφόρνια), το οπτικό σήμα μεταδίδεται με αλλεπάλληλα στρώματα πληροφοριών, όπως στο Άποψη Κινεζικής Πόλης, εμφανίζεται όμως ατελές και απομονωμένο, όπως στο Σχέδιο για τις "Πύλες της Times Square". Ωστόσο, όλα τα έργα της έχουν έναν εραλδικό χαρακτήρα, και συμβολίζουν τη Νέα Υόρκη σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή "χαμηλής τεχνολογίας" σε σχέση με τη σημερινή ψηφιακή εικόνα της Times Square, με τα παραμυθένια χρώματα και τις εναλλασσόμενες εικόνες βίντεο. Με τον ίδιο τρόπο, τα υπολείμματα των αρχαίων μνημείων που σημαδεύουν το τοπίο της Ελλάδας, συμβολίζουν το σύνολο ολόκλήρων πολιτισμών που έχουν χαθεί στη λήθη της ιστορίας και του μύθου, ενώ καλύπτονται από ρομαντισμό. Η Chryssa δεν αγαπάει το ρομαντικό στοιχείο. Σχεδιάζει με στυλ απλό και ξεκάθαρο, ενώ τα γλυπτά της είναι μεταλλικά και επιβλητικά. Μας θυμίζει πως όχι μόνο η γλώσσα, αλλά και το προσωρινά ορισμένο οπτικό σήμα αποτελεί από μόνο του έναν από τους θεμέλιους λίθους αυτού που αποκαλούμε πολιτισμό. Η αφήγηση που επιχειρεί το έργο της Chryssa αφορά τόσο την Ελλάδα όσο και την Αμερική.
William Valerio
Επιμελητής του
Queens Museum of Art
© ART TOPOS, 1998 E-mail: info@artopos.org Τελευταία ενημέρωση: |
Με την άδεια και την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου |