Τα Κυβλαδικά Βιβλία της Χρύσας
- ή -
Εισαγωγή στον κώδικα μιας προσωπικής σημειολογίας

της Κατερίνας Κοσκινά



Ολόκληρο το έργο της Χρύσας στηρίζεται πάνω στη γραφή. Δεν είναι μόνο οι επιγραφές, οι εφημερίδες ή τα κινέζικα ιδεογράμματα. Είναι και τα ίδια τα γράμματα αυτούσια, όπως το Άλφα, το Ύψιλον, το Νι, το Ταφ ή το Σίγμα που της δίνουν αφορμές για τη δημιουργία έργων. Όπως είναι και τα Κυκλαδικά Βιβλία, μια παλιά σειρά των χρόνων 1957-1962 που, αν και εκ πρώτης όψεως δείχνει εντελώς διαφορετική από το υπόλοιπο έργο της Χρύσας, εκφράζει τελικά την ίδια ανησυχία και το ενδιαφέρον της δημιουργού της για το ζήτημα της επικοινωνίας, μεσώ της γραφής.

Με αφορμή τη μικρή αυτή παρουσίαση των Κυκλαδικών Βιβλίων που ανήκουν στη Συλλογή της Alpha Bank, και παρά τα όσα έχουν ήδη γραφτεί από σημαντικούς θεωρητικούς και μελετητές, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τη σχέση αυτής της πρώτης περιόδου της Χρύσας με τα έργα που επακολούθησαν και που την καθιέρωσαν στη διεθνή εικαστική σκηνή σαν μία εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών του δευτέρου μισού του εικοστού αιώνα, θα ήταν, επίσης, ενδιαφέρον να εντοπίσει κανείς, στο μέτρο του εφικτού, την ύπαρξη των αντικειμενικών πολιτισμικών αναφορών, αλλά και των προσωπικών ψυχοδιανοητικών λειτουργιών που της επέτρεψαν, παρά τους πειραματισμούς και τη συνεχώς ανανεούμενη γραφή της, να διατηρεί στο έργο της μια σπάνια συνοχή και αναγνωρισημότητα.

Η ίδια η Χρύσα, αλλά και πολλοί μελετητές του έργου της, όπως ο Pierre Restany, η Barbara Rose ή ο Donald Kuspit δίνουν ιδιαίτερη σημασία στους βαθείς δεσμούς που διέπουν τη σχέση των έργων με την ίδια τη δημιουργό τους. Τα έργα της Χρύσας χαρακτηρίζονται και είναι αυτοαναφορικά, στο βαθμό που καθορίζονται και από τη διάθεση, το ένστικτο και το φύλο της. Αυτήν την εντύπωση ενισχύει και η έλλειψη επιθυμίας ή στόχου να ενταχθεί σε κάποια ομάδα ή να ακολουθήσει μια συνειδητά τυποποιημένη πλαστική πειθαρχία που δε θα άφηνε περιθώριο σε συναισθηματικές ή ψυχολογικές επιδράσεις. Όμως, τα έργα της Χρύσας δεν ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Έχουν κυρίως συζητηθεί ως ιδιαίτερα επιτυχημένα παραδείγματα υποστήριξης της ατομικότητας της έκφρασης, της εξέλιξης του προσωπικού ιδιώματος, αλλά και της δημιουργικότητας της γυναικείας φύσης. Της επέτρεψαν να αντιπαραθέσει στην επιβολή του αντρικού κόσμου τη διαλεκτικότητα και την επιμονή της γυναίκας καλλιτέχνιδας να υπάρξει ισότιμα σε έναν κόσμο που δε την ευνοεί, χωρίς να αναγκασθεί να προσχωρήσει σε μαχητικές μειονότητες για να επιτύχει την αναγνώριση του αναφαίρετου δικαιώματος της στην έκφραση.

Πολλά, επίσης, έχουν γραφτεί για τη φόρμα των S των δύο εκδοχών της "Κλυταιμνήστρας" ή για τις "θυσίες" της Ιφιγένειας. Αν, όμως, η θηλυκότητα, με την έννοια του διαφορετικού, της άλλης εκδοχής και ταυτότητας, έχει απασχολήσει και πιθανόν ενισχύσει τη Χρύσα στο έργο της, αυτό εκφράζεται αφενός με δυναμική ηρεμία στη δομή και στον όγκο και αφετέρου με ένταση και επιθετικότητα στη φόρμα και την κίνηση, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν ανδρικές και γυναικείες ιδιότητες στο χώρο της εικαστικής δημιουργίας. Άλλωστε, σε πολλά από τα έργα της Χρύσας το ανδρικό και το γυναικείο στοιχείο συνυπάρχουν. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του Donald Kuspit για τα έργα με το σχήμα Α: "Είναι ισχυρά σύμβολο του διεκδικητικού θηλυκού, κολπικά και φαλλικά συγχρόνως - ανοιχτά και δεκτικά στο κάτω μέρος και κλειστά και δεσποτικά στην κορυφή".

Πέρα, όμως, από τους όποιους συμβολισμούς, τα γλυπτά της Χρύσας διατηρούν μια σχέση γενεσιουργό και άρρηκτη με τη γραφή. Αυτό φαίνεται καθαρότερα στα ιερογλυφικά της, όπου έννοια-γραφή και σχήμα-μορφή εν πολλοίς ταυτίζονται. Στα έργα αυτά το νόημα δεν εξαρτάται τόσο από την ανάγνωση, διότι συνήθως ο χρησιμοποιούμενος κώδικας είναι μη αναγνωρίσιμος, όσο από τη δύναμη της φόρμας και του δικού της μηνύματος. Πώς, όμως, εκφράζονται μέσα από τη σειρά Κυκλαδικά Βιβλία όλες αυτές οι αναφορές και οι αναγωγές στις λειτουργίες της επικοινωνίας, της ταυτότητας και του λόγου; Πώς αυτά τα αυστηρά minimal γλυπτά, που μόνο γύρω στο 1996 η Χρύσα αποφάσισε να "μεταγράψει" από τον αρχικό γύψο σε μοναδικά κομμάτια από μάρμαρο, συνδέονται με το υπόλοιπο σύνθετο και τεχνολογικά υπερσύγχρονο, στην κατασκευή του, έργο της; Τα έργα αυτά ονομάστηκαν Κυκλαδικά Βιβλία από την ίδια τη Χρύσα, μετά, όμως, από την υλοποίηση τους. Κατέκτησαν δίκαια τον θεματικό τίτλο τους, ο οποίος, ωστόσο, δεν οφείλεται στις προθέσεις της δημιουργού τους, αλλά προέκυψε συμπτωματικά, σχεδόν αποκαλυπτικά, μέσα από τη συγγένεια που η φόρμα τους διατηρούσε με τα αρχαϊκά κυκλαδικά γλυπτά. Η σειρά αυτή "γεννήθηκε" σαν συνέχεια των γύψινων ανάγλυφων που άρχισε να δουλεύει φτάνοντας στη Νέο Υόρκη. Όπως και τα ανάγλυφα, που είχαν και αυτά φόρμες απλές, συνήθως γεωμετρικές, και αναζητούσαν στο φως την κίνηση, έτσι και τα Κυκλαδικά Βιβλία είναι καλουπαρισμένα σε ό,τι ευκολότερο και φθηνότερο μπορούσε να βρει τότε για μήτρα, σε χαρτοκιβώτια συσκευασίας. Ανοιγμένα τα χαρτόκουτα, δέχθηκαν τον υγρό γύψο που σταθεροποιούμενος αποκάλυψε όλες τις ανωμαλίες της επιφάνειας του χαρτονιού, που πάνω στο γύψο έμοιαζαν με δυσανάγνωστη ή μισοσβησμένη γραφή. Ίσως η Χρύσα να μην είχε κάνει το συνειρμό αν δεν ήταν Ελληνίδα ή ακόμη αν δεν είχε πρόσφατα δει κυκλαδικά ειδώλια, μετά τις μόλις προηγηθείσες ανασκαφές στα νησιά. Ίσως, ακόμη, να μην είχε σκεφθεί να τα ονομάσει "Βιβλία", αν δεν ήταν και η ίδια καθηλωμένη στη σιωπή της βουβής οπτικής επικοινωνίας που της επέβαλε η ελλιπής γνώση της αγγλικής γλώσσας. Ίσως, επίσης, να μην αναφερόμαστε καθόλου σε θέματα γονιμότητας που συνδέουν πάλι τη δημιουργία με τη γυναικεία φύση, αν τα κυκλαδικά ειδώλια, παρά τη λιτή αφαιρετική φόρμα τους, δεν απεικόνιζαν, σε ένα συντριπτικό ποσοστό, γυναικείες φιγούρες, που δεν είναι άλλες από τις θεές της γονιμότητας, δηλαδή σημειολογικά η ίδια η έννοια της μητέρας φύσης, η σχηματοποιημένη ιδέα της δημιουργίας.

Σε κάθε περίπτωση, η φορμαλιστική σύμπτωση ανάμεσα στην απαρχή της ιστορίας της γλυπτικής και στην αφετηρία του έργου της, που αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο για την ιστορία της σύγχρονης δυτικής γλυπτικής, είναι γεγονός. Σύμφωνα με την Barbara Rose, "τα Κυκλαδικά Βιβλία δε συμβολίζουν, αλλά κυριολεκτικά είναι μία tabula rasa... Σηματοδοτούν μια νέα αρχή και συγκεκριμένα την υπαρξιακή κατάσταση στην οποία βρέθηκε ως εκπατρισμένη...". Σ' αυτή τη στιγμή πρέπει να τοποθετήσει κανείς τη διαμόρφωση ενός προσωπικού κώδικα και ύφους και την απόφαση της Χρύσας να διεκδικήσει με αυτά τη θέση της στη σύγχρονη αμερικανική εικαστική πραγματικότητα που τότε παρακολουθούσε την ύφεση του αμερικανικού εξπρεσιονισμού και τις πρώτες αντιδράσεις που θα οδηγούσαν στην pop και τη minimal τέχνη.

Η σχέση αυτής της αρχικής ενότητας του έργου της με το υπόλοιπο και ευρύτερα γνωστό, είναι, νομίζω, ξεκάθαρη και σαφής. Το θέμα της γραφής, που είχε απλά διαφανεί στα γεωμετρικά σχήματα των πρώτων γύψινων ανάγλυφων, τα οποία ως σινιάλα σήμαιναν και δήλωναν κάτι, όπως τα τόξα, έγινε ήδη στα Κυκλαδικά Βιβλίο γραφή και εξελίχθηκε σε συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης, γλώσσα προσωπική στοιχειοθετημένη από φόρμες, ιδεογράμματα, γράμματα, ακατάληπτες λέξεις και φράσεις και, προπάντων, σύμβολα που αποδεικνύουν τη δυνατότητα του δημιουργού --πόσο μάλλον της γυναίκας δημιουργού-- να γεννάει κυριολεκτικά και πνευματικά. Από εκεί και πέρα το επικοινωνιακό σύστημα που επέλεξε η καλλιτέχνης, διαμορφώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, οπό τον εμπλουτισμό των παραστάσεων της, την επίδραση της νέας κουλτούρας πάνω της και τη διεύρυνση των δυνατοτήτων της. Η μη αναγνώσιμη γραφή των Κυκλαδικών Βιβλίων, η οποία προκύπτει από την ανώμαλη επιφάνεια του χαρτονιού, είναι εξίσου ακατάληπτη σε επίπεδο αναγνωσιμότητας με τη γραφή των εφημερίδων του '60 που δημιουργείται με την τυχαία παράθεση τυπογραφικών στοιχείων. Η ίδια λογική διέπει και τις τρισδιάστατες και δουλεμένες με μέταλλο και νέον κινέζικες επιγραφές του '80. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι η Χρύσα δεν ενδιαφέρεται για το επιμέρους νόημα, αλλά για το καθολικό, το αρχετυπικό. Δεν την ενδιαφέρει η χρηστική γραφή, αλλά η μορφική. Γι' αυτό και χρησιμοποιεί στα έργα της μεμονωμένα στοιχεία, γράμματα, άτακτα τοποθετημένες συλλαβές και, τελικά, επιτυγχάνει την κατάργηση της συμβατικής έννοιας και την ανάδυση ενός κώδικα εσωτερικής έκφρασης που ανακαλεί το ένστικτο και το συλλογικό ασυνείδητο.

Τα έργα της Χρύσας δίνουν μια σύγχρονη απάντηση σε ένα παλιό πρόβλημα, αυτό των δύο κατηγοριών της σημειωτικής: της αναπαράστασης και της σημασιοδότησης. Βέβαια, δεν πρόκειται για ένα θέμα που απασχόλησε μόνο τη Χρύσα. Ολόκληρος ο χώρος των εικαστικών μετατράπηκε τον εικοστό αιώνα σε ένα πραγματικό εργαστήρι συνδυασμών, συμπληρώσεων και αναιρέσεων, εικόνων και λέξεων. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η θέση της Χρύσας φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με αυτή του Ferdinand de Saussure (και αργότερα του Ludwig Wittgenstein): "το στοιχείο γραφής είναι μία εικόνα ή μια φόρμα αυθύπαρκτη". Δηλαδή, το σημαίνον μπορεί να είναι αυτάρκες και ανεξάρτητο από το σημαινόμενο.

Η Χρύσα ενισχύει αυτή τη θεωρία, επιτρέποντας στο έργο της την παρέμβαση της σύμπτωσης και του τυχαίου, ενώ διατηρεί συνειδητά μια σχέση - που είναι εμφανής περισσότερο στα σχέδια και τα προσχέδια των ύστερων έργων της - με το σουρεαλισμό και ειδικότερα με την αυτόματη γραφή, κατάλοιπο πιθανόν της σύντομης διέλευσης της το 1954 από το Παρίσι. Όλα αυτά δείχνουν ότι υπάρχει μία αλληλουχία μεταξύ προσχεδιασμένου και τυχαίου, ενόρασης και μνήμης, υποσυνείδητου και αρθρωμένου εικαστικού λόγου.

Η Χρύσα, βασισμένη σ' αυτή τη μέθεξη, φτιάχνει μια δική της σημειολογία, που άπτεται εξίσου του προμελετημένου και του τυχαίου. Στα πράγματα, όμως, που αποκαλούμε τυχαία, ο Αριστοτέλης μας προέτρεπε να ψάχνουμε να βρούμε μια κρυμμένη νομοτέλεια, έναν κανόνα που δεν έχουμε ακόμη ανακαλύψει.

Στο κείμενο της για τα Κυκλαδικά Βιβλία, η Μαρία Κοτζαμάνη αποδίδει στη Χρύσα τη "δαιμόνια οραματική δύναμη των μεγάλων δημιουργών" που ονομάζουμε ένστικτο και δια της οποίας ανακαλύπτουν κρυφές σχέσεις που τις χρησιμοποιούν για να αναπλάσουν τον κόσμο.

Δεν γνωρίζω αν η Χρύσα αποκαλύπτει με το πλαστικό της λεξιλόγιο μια άγνωστη νομοτέλεια. Αυτό, όμως, που είναι προφανές είναι ότι η γλώσσα της είναι μια εκδοχή του πολυσημειακού, μυστικού, αλλά κοινά αναγνωρίσιμου και αποδεκτού λόγου, του ποιητικού. Του λόγου που μπορεί να είναι ηχητικός ή βουβός, ασώματος ή σωματοποιημένος. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκουν τα έργα της Χρύσας που καταφέρνουν, παρά την ανομοιογένεια τους και την ανανεωτική τους τάση να διατηρούν, όπως είπαμε αρχικά, τη συνοχή και την αναγνωρισημότητά τους. Τα Κυκλαδικά Βιβλία μπορεί να υπαινίσσονται γραφές που δε διαβάζονται, αλλά δεν είναι γι' αυτό άναρθρα. Είναι αρθρωμένα και μάλιστα πάνω στην κάναβο, όπου διαπλέκεται το σήμερα με το χθες. Στο χώρο που το έργο αποτελεί μεν καταγραφή της εμπειρίας και της ψυχής του δημιουργού του, αλλά και αποκαλύπτει τη σχέση που το συνδέει διαισθητικά, κυτταρικά ή ενορατικά με την αλυσίδα των έργων που τεκμηριώνουν την ιστορία του έργου τέχνης. Σ' αυτό το διαχρονικό και ου-τοπικό χώρο συνυπάρχουν οι φόρμες, οι ήχοι, η σιωπή, αλλά και οι ιδέες που δεν πραγματώνονται, όπως, άλλωστε, έχουν υποστηρίξει οι Νεοπλατωνιστές, παρά με τη μεσολάβηση των δημιουργών. Όμως, άσχετα από όποια φιλοσοφία ή θεωρία, μοιάζει να είναι κοινά παραδεκτό ότι η γλώσσα, φωνητική ή οπτική, βασίζεται τελικά όχι μόνο στη γνωστική λειτουργία της εκμάθησης ενός συγκεκριμένου κώδικα, αλλά προϋποθέτει και την ύπαρξη ενός άλλου κοινά αντιληπτού, που ερεθίζει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Η Χρύσα επιστρατεύει τα παλιά και τα νέα στοιχεία, τα οράματα και τις εντυπώσεις της και εκμεταλλευόμενη επ' ωφελεία της το τυχαίο, αλλά και τα έτοιμα ευρήματα του σύγχρονου πολιτισμού (ηλεκτρικές αντιστάσεις, νέον κλπ), παραδίδει στη θέαση, ως γνήσια Ελληνίδα, έργα που συνειδητά ισορροπούν ανάμεσα στην Αριστοτέλεια λογική και τον Πλατωνικό ιδεαλισμό. Αν σ' όλα αυτά προσθέσουμε ότι κλήθηκε, λόγω της μετοίκησης της στις ΗΠΑ, να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα με πολλούς Ελληνο-Αμερικανούς ή και άλλους μετανάστες, ασχέτως προέλευσης, που έπρεπε να ενώσουν δύο πολιτισμούς σε έναν, αντιλαμβανόμαστε μέσα από πόσες δυσκολίες πέτυχε η Χρύσα να βρει το δρόμο της. Πέρασε κοντά, ίσως και να επηρέασε ή ακόμη και να προπορεύθηκε ιστορικών κινημάτων, όπως η pop ή η minimal τέχνη. Όμως προτίμησε τη μοναχική οδό. Αξιοποίησε ό,τι έκρινε ενδιαφέρον από το παρόν και το παρελθόν (ιστορικό και ατομικό) και κατόρθωσε να εμπλουτίσει δραστικά την παγκόσμια γλώσσα της τέχνης. Πέτυχε δε ακόμη περισσότερο να εντοπίσει έγκαιρα και να θίξει εκ των έσω, μέσα από το επίκαιρο και σύγχρονο ιδίωμα της, που συνέδεε το έργο της με δύο τεράστιες δυνάμεις του σήμερα, τη λαϊκή κουλτούρα (επιγραφές, διαφημίσεις) και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά), ένα από τα μείζονα προβλήματα της εποχής μας: τον κίνδυνο απώλειας της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας. Σ' αυτό το πρόβλημα η ίδια αντιπαρέθεσε την προσωπική της σημειολογία, στην οποία συγκέντρωσε στοιχεία του χθες και του σήμερα, του ατομικού και του οικουμενικού. Μια σημειολογία που εκφράζεται με ένα πολυσήμαντο έργο που έχει ως σταθερό κεντρικό άξονα τα ζητήματα της επικοινωνίας, της διαχρονικότητας του εικαστικού λόγου και της σχέσης φόρμας-γραφής. Αυτός είναι και ο λόγος που όλο το έργο της, παρά τις πολλές πλαστικές εκδοχές, διατηρεί τη συνοχή του και παραπέμπει αυτόματα στη συγκεκριμένη δημιουργό. .

Η γλώσσα που μιλούν τα έργα της Χρύσας φέρνει στο νου την απάντηση που δίνει ο Michel Foucault δια στόματος Stephane Mallarme στο "Λέξεις και αντικείμενα", στην ερώτηση του Friedrich Nietzche: "Ποιος μιλάει; Αυτό που μιλάει μέσα από τη μοναχικότητα του, από την παλλόμενη ευθραυστικότητά του, από το πουθενά, είναι ο λόγος· όχι το νόημα του, αλλά η ίδια η αινιγματική και απρόβλεπτη φύση του".

Νομίζω ότι δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς ιδανικότερη εικονογράφηση γι' αυτά τα λόγια από τα Κυκλαδικό Βιβλία της Χρύσας. Η σιωπηλή γραφή τους γίνεται εύφωνη από την ίδια την εικόνα τους, δικαιώνοντας έτσι τη ρήση του Σιμωνίδη του Χίου, που αποκαλούσε τα έργα τέχνης "βουβά ποιήματα".



© ART TOPOS, 2000
E-mail: info@artopos.org
Τελευταία ενημέρωση:
Με την άδεια και την ευγενική υποστήριξη
της ALPHA BANK