|
|
Pierre Restany
Γεννημένος το 1930, πέρασε την παιδική του ηλικία στο Μαρόκο και συνέχισε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ιρλανδία. Πήρε licence στη λογοτεχνία και δίπλωμα ανωτέρων σπουδών στην αισθητική και στην ιστορία της τέχνης. Συνεργάζεται από το 1963 με το περιοδικό Τέχνης και Αρχιτεκτονικής Domus και ζει και εργάζεται μεταξύ Μιλάνου και Παρισιού. Από το 1986 διευθύνει την τριμηνιαία επιθεώρηση ARS.
Τα τριανταπέντε χρόνια παθιασμένης και συχνά πολύ έντονης δραστηριότητας τον έκαναν να είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα της καλλιτεχνικής σκηνής: έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο, χάρη στις πολύμορφες συνεργασίες του σε έντυπα αλλά και σε ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις μεγάλες περιοδείες για διαλέξεις σε πανεπιστήμια και μουσεία και στη συμμετοχή του σε κριτικές επιτροπές πολλών διεθνών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Η συνάντησή του με τον Yves Klein το 1955 ήταν καθοριστική. Τον οδηγεί σε μια ολική αναθεώρηση των αξιών της γλώσσας. Προαισθανόμενος τους ορίζοντες αλλά και τα όρια του αμερικάνικου αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της ευρωπαϊκής λυρικής αφαίρεσης, θα παρουσιάσει την πορεία τους σε ένα βιβλίο του, το "Lyrisme et Abstraction": είναι μια πνευματική προσπάθεια που θα τον οδηγήσει σιγά-σιγά να δημιουργήσει τη θεωρία του για το Νέο Ρεαλισμό -την ανακάλυψη της σύγχρονης έννοιας της φύσης και την επιστροφή σε έναν ανθρωπισμό του βιομηχανικού αντικειμένου. Η ομάδα των Νέων Ρεαλιστών (Armand, Cesar, Christo, Deschamps, Dufresne, Hains, Klein, Raysse, Rotella, Niki de Saint-Phalle, Spoerri, Tinguely, Villegle) που ίδρυσε ο Restany στο Παρίσι και στο Μιλάνο το 1960, δείχνει αυτή την επανάσταση στο βλέμμα, σ' αυτή τη νέα ματιά στο σύγχρονο κόσμο της πόλης, του εργοστασίου ή του δρόμου.
Το 1968 του δίνει την ευκαιρία για κριτική και προοπτική σκέψη επάνω στις κοινωνιολογικές δομές της σύγχρονης τέχνης. Τα βιβλία "Le Petit Livre Rouge de la Revolution Picturale" και "Livre Blanc de l'Art Total" δείχνουν τις ανησυχίες του στη διάρκεια εκείνης της περιόδου.
Δέκα χρόνια αργότερα, σε ένα δοκίμιο με τον τίτλο "L'autre Face de l'Art", που κυκλοφόρησε με τη μορφή μηνιαίου ένθετου φυλλαδίου στο περιοδικό Domus από το Ιανουάριο ως τον Ιούλιο του 1978, ακολουθεί τα ίχνη της λειτουργίας της παρέκκλισης στη σύγχρονη τέχνη, από το φουτουρισμό και το Dada στην εννοιολογική προβληματική, περνώντας από την εκφραστική περιπέτεια του αντικειμένου, από την κατάκτηση της σημαντικής αυτονομίας του στη σταδιακή εξαΰλωσή του.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1978, μαζί με τον Sepp Baendereck και τον Frans Krajberg, διαπλέουν το Rio Negro, κύριο παραπόταμο του Αμαζονίου στα βόρεια, και περνούν από το Manaus στα σύνορα της Κολομβίας και της Βενεζουέλας.
Η εμπειρία αυτή του προκάλεσε ένα βαθύ συγκινησιακό σοκ και διεύρυνε τον τρόπο σκέψης του ως προς τη σύγχρονη έννοια της φύσης. Το Μανιφέστο του Rio Negro, που συντάχτηκε καταμεσής στη ζούγκλα, αναφέρεται σε ένα καθολικό νατουραλισμό, θεμελιώδη τρόπο σκέψης και μεθοδολογίας για την συναισθηματική επαναφόρτιση της ευαισθησίας: μια αντικειμενική, συνθετική, και πλανητική απάντηση στα ερωτήματα που θέτει η τέχνη σήμερα ως προς την ύπαρξη και την αποστολή της. Ένα κλειδί για να δοκιμάσει κανείς να δει καλύτερα τα πράγματα μέσα στο εννοιολογικό χάος του παρόντος, για να δοκιμάσει ν' αντιμετωπίσει θετικά το διπλό ισολογισμό που διαφαίνεται ήδη στον άμεσο ορίζοντα της συνείδησής μας -τον ισολογισμό ενός αιώνα και μιας χιλιετηρίδας. Έναν επαναπροσδιορισμό, τελικά, της σχέσης φύσης-πολιτισμού στο φως των περιθωριακών πολιτισμών που αναζητούν την ίδια τους την ταυτότητα. Το περιοδικό "Nature Integrale" που εκδίδει μεταξύ 1978 και 1981 μαζί με τον Carmelo Strano μας δείχνει το εύρος των ερευνών του στον τομέα αυτό καθώς και την ευρεία τους απήχηση στον κόσμο της τέχνης.
Η ανακάλυψη των θεωριών του Benoit Mandelbrot και μια μακρά πορεία ανταλλαγής ιδεών με τον Carlos Ginsbourg του επέτρεψαν να ξανασκεφτεί συνολικά επάνω στο πρόβλημα από την οπτική γωνία της αντικειμενικής και υποκειμενικής διάσπασης (fractalisation).
Παράλληλα, αναδιφώντας στις ήδη διατυπωμένες θέσεις του στο βιβλίο "Livre Blanc de l'Art Total", η σκέψη του Pierre Restany προσανατολίστηκε σταδιακά προς τα προβλήματα αισθητικής και πολεοδομίας, κυρίως μετά από τη συνάντησή του με τον Dani Karavan: η τέχνη μέσα στην πόλη. Όντας προσεκτικός παρατηρητής της εξέλιξης του μετα-μοντέρνου design και ιδιαίτερα των θεωρητικών και πρακτικών εξελίξεων στο έργο του αρχιτέκτονα Alessandro Mendini, o Pierre Restany ξαναμελετά, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του '70, τη σχέση ανάμεσα στον κόσμο της τέχνης και στον κόσμο της παραγωγής, προσθέτοντας ένα συμπληρωματικό κεφάλαιο στην ανάλυσή του για την περιπέτεια του αντικειμένου: "τι θ' απογίνει με την τέχνη στη μετα-βιομηχανική μας κοινωνία;". Σ' ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1990 ταυτόχρονα στο Παρίσι και στο Μιλάνο, πραγματεύεται διεξοδικά από αυτή την οπτική γωνία τα προβλήματα της τέχνης και της παραγωγής, ξεκινώντας από την κεντρική έννοια του "υπερ-αντικειμένου" (objet-plus), δηλαδή με τη σημειωτική και πολιτισμική υπεραξία που προστίθεται στο βιομηχανικό αντικείμενο όταν μπαίνει στην επικράτεια της τέχνης. Αυτό το πρόβλημα του "υπέρ" σε σχέση με τα αντικείμενα υπογραμμίζεται οπτικά από τις πληροφοριακές παρουσιάσεις του Bernard Demiaux.
Ισπανία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ισραήλ, Κορέα, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ιράν, Ινδία, Κούβα, Ουρουγουάη, Κολομβία, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Βραζιλία, Αυστραλία, Κεμπέκ, ΕΣΣΔ... Ο Pierre Restany παραμένει ένας ακούραστος ταξιδευτής, διατρέχοντας τον κόσμο από ανατολή σε δύση, πάντοτε περιέργος για ό,τι συμβαίνει ή ερευνάται. Το 1961 ο Mario Pedrosa του ανοίγει τις πύλες της Μπιενάλε του Sao Paulo. Γενικός επίτροπος του τμήματος Τέχνης και Τεχνολογίας το 1967, παραιτείται εξ αιτίας της αντι-πολιτισμικής στάσης των βραζιλιανών στρατιωτικών που κυβερνούν. Ζει τις τελευταίες στιγμές του "χρυσού αιώνα" του Buenos Aires το 1963-64, χάρη στον Jorge Romero Brest που τον καλεί στο ινστιτούτο Torquato di Tella. Την εποχή εκείνη, όντας κριτικός τέχνης γνωστός σε όλον τον πλανήτη, συνεργάζεται στη δημιουργία της αργεντίνικης έκδοσης του περιοδικού του Louis Pauwels.
Το 1962, με την ευκαιρία της συμμετοχής του στη Μπιενάλε του Τόκιο, δίνει, μετά από πρόσκληση του καθηγητή Takigushi μια σειρά πολύκροτων μαθημάτων για το Νέο Ρεαλισμό στο Πανεπιστήμιο τεχνών Tama. Μεταξύ 1964 και 1968 συμμετέχει στην Άνοιξη της Πράγας, εξασφαλίζοντας γαλλικές ανταποκρίσεις για τα τσέχικα κρατικά περιοδικά τέχνης (Vytvarne Prace, Vytvarne Umeni). Το 1979 μια χορηγία για περιοδεία διαλέξεων του Αυστραλιανού Συμβουλίου του επιτρέπει να επισκεφτεί τα κυριότερα πανεπιστήμια της Αυστραλίας, στη διάρκεια ενός μηνιαίου περίπλου που οργανώθηκε από τη Noela Yuill.
Το 1984-1985 καλείται από τη Maria Grazia Mazzocchi να συμμετάσχει στην ιδρυτική ομάδα της Domus Academy στο Μιλάνο, ενός μεταπτυχιακού ινστιτούτου ερευνών για τη μόδα και το design που σήμερα έχει διεθνή αναγνώριση. Ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής της Ολυμπιάδας των Τεχνών, ενός καλλιτεχνικού προγράμματος συνδεδεμένου με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Κορέας, συλλαμβάνει την ιδέα για το Ολυμπιακό Πάρκο Γλυπτικής της Σεούλ που υλοποιήθηκε την περίοδο 1987-88 και περιλαμβάνει 300 έργα που προέρχονται από όλον τον κόσμο.
Η έκδοση στα ρωσικά του Domus το 1988, τον ρίχνει στη δίνη της περεστρόικα, μαζί με τη Giovanna Mazzocchi Bordone. Την ίδια χρονιά εγκαινιάζει, στα πλαίσια της έκθεσης του Uecker στη νέα γκαλερί Tretiakov, μια σειρά διαλέξεων για την κατάσταση της δυτικής τέχνης. Τον Ιανουάριο του 1989, συναντά τον ακαδημαϊκό Likatchov, πρόεδρο του Σοβιετικού Ιδρύματος για τον Πολιτισμό που είχε έρθει στο Μιλάνο για να εγκαινιάσει μια έκθεση της Ρώσικής Πρωτοπορίας.
Η δεκαετία του '90 ξεκινά για τον Pierre Restany με το θεμελιώδες ερώτημα για τη μοίρα της ευαισθησίας και του πολιτισμού μας εμπρός στη νέα σχέση που θα εγκαθιδρυθεί ανάμεσα στον Άνθρωπο και στη Μηχανή, κυρίως στον τομέα των τεχνολογιών της επικοινωνίας.
Η προσωπικότητα του Yves Klein, στον οποίο αφιέρωσε το 1990 ένα νεό βιβλίο που φιλοδοξεί να είναι μια αλχημική ερμηνεία του συμβολισμού της φωτιάς στο έργο του μονοχρωματικού ζωγράφου, φωτίζει το πεδίο της ανάλυσης γι' αυτή τη μεταλλαγή των πλανητικών μέσων επικοινωνίας και ανταλλαγών μέσα στις μετα-μοντέρνες συνθήκες: είναι μια κεφαλαιώδης διεργασία που αναγγέλλει τη μεγάλη επανάσταση της αλήθειας στον κόσμο των αισθητών αντιλήψεων, την αλλαγή των κριτηρίων για το καλαίσθητο και της αισθητικής κρίσης στη μετα-βιομηχανική μας κοινωνία.
|