Εγγράμματα Λήθης


Μοναδικές, μοναχικές μαρτυρίες του ξεχασμένου παρελθόντος, τα "Εγγράμματα λήθης" είναι σταλαγματιές της μνήμης, συνειρμικές σημειώσεις και αποσπασματικές εικόνες, θραύσματα του χρόνου και εναύσματα για φαντασιακές προβολές στο μέλλον. Η Έφη Χαλυβοπούλου και ο Ανδρέας Βούσουρας ανασύρουν τα αμυδρά ίχνη που αποτυπώθηκαν στον ανθρώπινο νου και τα αναβιώνουν, δημιουργώντας έργα φορτισμένα με προσωπικές ιστορίες που αφηγούνται το φευγαλέο εγκόσμιο πέρασμα μέσα από την Ηρακλείτεια ενότητα και αρμονία των αντιθέτων.

Η ρήση του Εφέσιου φιλόσοφου "Ξυνόν αρχή και πέρας επί κύκλου" γίνεται το εννοιολογικό επίκεντρο της Χαλυβοπούλου σε μια εγκατάσταση η οποία υποβάλλει τις ιδέες της ζωής και του θανάτου, της ακμής και παρακμής, της αέναης ροής και εναλλαγής των καταστάσεων. Η επίτοιχη σύνθεση που απαρτίζεται από απαρτίζεται από τέσσερις διαφορετικές σειρές ισομεγέθων έργων παρατάσσει κοντινά φωτογραφικά πλάνα από διαπεραστικές, ανατομικές λεπτομέρειες ενός έντονα αλλοιωμένου από φθορά του χρόνου γυναικείου κορμιού με φωτεινά κουτιά που εμπεριέχουν μικροοργανισμούς, βιόμορφα ανάγλυφα φτιαγμένα από χώμα και σχέδια γεμάτα μη-αναγνώσιμες γραφές. Οι οργανικές φόρμες οι οποίες απλώνονται στις δισδιάστατες επιφάνειες θυμίζουν μεγεθυμένους χάρτες της σάρκας και παραπέμπουν στη βιολογική λειτουργία του σώματος ενώ οι φράσεις που εμπεριέχονται στις συνθέσεις ως απλό μορφολογικό στοιχείο τυλίγονται, συστρέφονται και ξετυλίγονται σαν νήματα, υποδηλώνοντας τα περίπλοκα πλέγματα της ανθρώπινης σκέψης. Τα καλώδια, ομφάλιοι λώροι ή δενδρίτες και νευρώνες του εγκεφάλου, αποτελούν το συνδετικό κρίκο μεταξύ της επίτοιχης εγκατάστασης και των αιωρούμενων στο χώρο ημι-διαφανών έργων που ενσωματώνουν και εσωκλείουν στα τοιχώματά τους έναν ολόκληρο κόσμο από ορατά εικαστικά συμβάντα. Παραφυάδες της ύπαρξης, μεταφορικά συνυφαίνουν την ύλη/σώμα με την άυλη υπόσταση της νόησης, επισημαίνοντας την αλληλοσυμπληρωματική σχέση τους ως προϋπόθεση για την ισορροπία του όλου.

Η Χαλυβοπούλου περιγράφει τη μετάλλαξη του είναι σε μη-είναι και τανάπαλιν, προτάσσοντας τις διαχρονικές ιδέες της μεταβολής, της μεταμόρφωσης, της αιώνιας κοσμογονικής κίνησης. Παίρνοντας τον άνθρωπο ως μονάδα του σύμπαντος, δίνει έμφαση στους μηχανισμούς των αισθήσεων και της αντίληψης, θέτοντας έμμεσα το γνωσιολογικό ζήτημα που αφορά στην εξωτερική πραγματικότητα και την ακριβή γνώση του οπτικού παραστατού. Οι βιωμένες εμπειρίες μετατρέπονται σε εικόνες που σβήνονται από τη μνήμη για να αναδυθούν αδόκητα πάλι σαν εγγράμματα λήθης που χαράζουν τη δικιά τους ανεξάρτητη, εναλλασσόμενη πορεία καθώς διαγράφονται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο και αναδημιουργούνται. Οι αρχέγονες γενεσιουργές δυνάμεις προσδιορίζουν στα έργα της την ενοποίηση της αρχής και του τέλους και είναι αυτές που επιφέρουν τη συνάφεια και σύμπτωση των αντιθέτων.

Ο Ανδρέας Βούσουρας καλεί τον θεατή να περιπλανηθεί στο ερεβώδες βασίλειο του Άδη, σε ένα κλειστό, σκοτεινό, μαγικό χώρο φορτισμένο με αναμνήσεις. Η κατασκευή σε σχήμα πλωτού στην οποία εισχωρεί κανείς φέρει μαύρους καμένους τοίχους και η χροιά τους παραπέμπει έμμεσα στο "πυρ αείζωον" του Ηράκλειτου, στο κοσμολογικό εκείνο στοιχείο της φωτιάς που οι αρχαίοι Έλληνες συχνά ταύτιζαν με τη ζωή ή την ψυχή καθώς και με την αφθαρσία της ύλης. Τριάντα δύο εσοχές σε παράταξη στα εσωτερικά τοιχώματα της εγκατάστασης φιλοξενούν αυτόφωτα κουτιά που εμπεριέχουν διαφανείς φωτοτυπίες από παλιές φωτογραφίες παιδιών καθώς και ετερογενή αντικείμενα τα οποία πολλές φορές ανατρέπουν με το αιχμηρό περιεχόμενό τους και τις σκόρπιες εικόνες του θανάτου το τρυφερό συναίσθημα της νοσταλγίας που εκπέμπει το παρελθόν. Μνημονικοί μικρόκοσμοι, τα επί μέρους έργα αυτού του ταφικού δωματίου διαβάζονται διαδοχικά σαν κρυπτογραφημένο κινηματογραφικό διήγημα το οποίο καταλήγει, στην πλώρη του πλωτού, σε μια μικροσκοπική τρύπα σαν ματάκι πόρτας. Ο θεατής κρυφοκοιτάζει από εκεί την προβαλλόμενη εικόνα -ένα χέρι που κρατάει έναν καρπό - και θωρεί ταυτόχρονα το μεταφυσικό υπερπέραν. Οι αυτοτελείς ιστορίες συνεχίζουν να εναλλάσσονται και στον απέναντι τοίχο της εγκατάστασης και οι συνθέσεις να αφηγούνται αντίστοιχα εγγράμματα που αφορούν τη ζωή και το θάνατο, την ύπαρξη και την ανυπαρξία, τις αναμνήσεις και τη λησμονιά. Το εικαστικό όλον εμφυσά με ζωογόνα πνοή τις στιγμές που φευγαλέα πέρασαν και χάθηκαν, μετεμψυχώνοντας και καθηλώνοντας το ίδιο το παρελθόν, ενώ συνυφαίνει μορφολογικά και εννοιολογικά φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις.

Αλλού ο Βούσουρας οδηγεί το θεατή σε ένα νοητό ταξίδι στο μέλλον, σχολιάζοντας τις έννοιες της γέννας, της πολλαπλότητας και της ομοιομορφίας. Τα έργα είναι αποκρυσταλλωμένα, αλληγορικά στιγμιότυπα της κλωνοποίησης, της τεχνητής παραγωγής του όμοιου ανθρώπινου όντος: στιγματισμένο ανεξίτηλα από το απόλυτο κενό του παρελθόντος, το επιστημονικό αυτό προϊόν της εποχής θα φέρει έμφυτα στο είναι του τη λήθη της οικογένειας, της ιστορίας, της κληρονομιάς και της παράδοσης.

Ο καλλιτέχνης κατευθύνει τον επισκέπτη προς μια συγκεκριμένη, ψευδαισθησιακή πορεία από το πριν στο μετά, από τα εγκόσμια στα υπερβατικά πεδία, από τη βιωμένη εμπειρία στο φόβο του άγνωστου. Μας ταλαντεύει μέσα στο χρόνο και διεγείρει τις ιερές τελετουργίες της μνήμης, της φαντασίας, των ονείρων, των οραμάτων και της λησμονιάς. Παίρνοντας ως άξονα την καθημερινή ανθρώπινη ιστορία, καταγράφει, ουσιαστικά, τον αέναο κοσμικό κύκλο, την αδιάλειπτη κίνηση του χρόνου, τη συμπαντική συνέχεια και τη διαδοχή μέσα από απομονωμένα χνάρια, προσωπικά παλίμψηστα του νου.

Μπία Παπαδοπούλου



© ART TOPOS, 1996
Τελευταία ενημέρωση: 5 Ιουν. 1997
info@artopos.org