![]() |
Υπάρχουν άτεχνες παμπάλαιες εικόνες, που έχουν μόνο την δεύτερη και τρίτη ιδιότητα, όπως υπάρχουν συλλέκτες που αναγνωρίζουν σε έξοχα δείγματα της τέχνης αυτής, μόνο την ιδιότητα του έργου τέχνης και πιστοί που αντιλαμβάνονται μόνο εκείνη της θρησκευτικής λατρείας. Την ιδιότητα πάντως της χρηματιστηριακής αξίας, μόλις τα τελευταία χρόνια την απέκτησαν οι εικόνες.
Ενώ η θρησκευτική ζωγραφική του δυτικού Μεσαίωνα είχε πάντα μεγάλη χρηματιστηριακή αξία και ζήτηση, δεν συνέβαινε το ίδιο με τη θρησκευτική ζωγραφική του ανατολικού Μεσαίωνα. Πιθανότερη νομίζω εξήγηση είναι ο επί μακρόν διπλός αποκλεισμός, ιστορικός και πολιτισμικός, της ανατολικής χριστιανοσύνης από τα κυρίαρχα, ευρωπαϊκά κέντρα τέχνης. Αφ' ενός, ο ελληνικός και ο βαλκανικός χώρος, όπου κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη, ανήκαν μετά το 1453 στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αφ' ετέρου, οι δυτικοί μελετητές είχαν αγνοήσει επί μακρόν την βυζαντινή τέχνη, εξ' αιτίας της αισθητικής τους προκατάληψης υπέρ του κλασσικού «ωραίου» το οποίο αποποιείται η ορθόδοξη αγιογραφία, καθώς στοχεύει στην αναπαράσταση της πνευματικής κι όχι της υλικής υπόστασης. Ο Π.Α. Μιχελής (1926-1969) στο βιβλίο του «Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής τέχνης», διαχωρίζει αισθητικά το «ωραίο» της αρχαίας ελληνικής τέχνης από το «υψηλό» της Βυζαντινής και επισημαίνει ότι η εικόνα «συμμετέχει της αγιότητας του πρωτοτύπου γιατί ταυτίζεται μ' αυτό κατ' ουσίαν αν και διαφέρει αυτού καθ’ υπόστασιν».
Οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες, είχαν πάντα ειδικό, περιορισμένο κοινό από συλλέκτες, οι οποίοι μπορούσαν μέχρι πρότινος ακόμη, να βρουν πραγματικές ευκαιρίες στην σχεδόν παρθένα αυτή αγορά. Ξαφνικό ενδιαφέρον για τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες, σε διεθνές μάλιστα επίπεδο, παρατηρήθηκε τα τελευταία 3-4 χρόνια, με μεγάλες εκθέσεις, κυρίως στις ΗΠΑ, όπως "Η Δόξα του Βυζαντίου" στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Όσο για τον ελληνικό χώρο, το 1996, η Θεσσαλονίκη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, παρουσίασε ως ένα από τα μεγαλύτερα εκθεσιακά γεγονότα της, την μεγάλη έκθεση "Θησαυροί του Αγίου Όρους", με εικόνες, αγιογραφίες, χειρόγραφα και ιερά κειμήλια που έβγαιναν για πρώτη φορά έξω από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Η έκθεση παρουσίασε τέτοιες «ουρές» και ρεκόρ προσέλευσης, ώστε οι οργανωτές της αναγκάστηκαν να παρατείνουν για μερικούς μήνες την προσυμφωνημένη διάρκειά της. Την ίδια χρονιά, παρουσιάστηκε στο μουσείο της πόλης της Ζακύνθου εντυπωσιακή έκθεση με έργα μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης του νησιού, που είχαν διασωθεί από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1953 και φυλάγονταν όλα αυτά τα χρόνια στις αποθήκες του μουσείου.
Σημειώνω ότι στις 13 Δεκεμβρίου 1995 οι Christie’ s, κρίνοντας ότι οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες μπορούν να κάνουν πανηγυρικά την είσοδό τους στο διεθνές χρηματιστήριο, οργάνωσαν μεγάλη δημοπρασία αποκλειστικά και μόνο με εικόνες. Τότε, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη καθηγητής Αγγελος Δεληβοριάς, προλογίζοντας τον κατάλογο της δημοπρασίας των Christie’s, έγραφε χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας το πολυσήμαντο της λέξης «τιμή» στην ελληνική γλώσσα:
"Ζούμε σε μια εξαιρετικά οδυνηρή περίοδο, όπου η τιμή του ανθρώπου παρακμάζει παράλληλα με την πολλές φορές εκπληκτική αύξηση της τιμής των αντικειμένων. Σ΄ αυτό το μάλλον νοσηρό σύστημα αξιών, οι ιστορικοί της τέχνης μπορούν να παρηγορηθούν και να ενθαρρυνθούν από τη σταθερή βελτίωση των τιμών της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης."
Αυτό το ξαφνικό «μπουμ» της αγιογραφίας, έχει τη λογική του εξήγηση: Συναρτάται, πιστεύω λιγότερο, με τη «New Age» τάση επιστροφής στις θρησκείες και περισσότερο με ένα πολιτικό – ιστορικό φαινόμενο: Το άνοιγμα των συνόρων, με τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και την αποκατάσταση της ελεύθερης διακίνησης αγαθών και ανθρώπων από και προς αυτές. Στις χώρες αυτές, κυρίως στη Ρωσία και τις Βαλκανικές, η κυρίαρχη θρησκευτική πίστη είναι το ορθόδοξο δόγμα, στο λατρευτικό τυπικό του οποίου, κατέχουν εξέχουσα θέση οι εικόνες.
Καθώς όμως οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες αποτελούν μουσειακά αντικείμενα, πεπερασμένου εν τέλει αριθμού, άρχισε να ευδοκιμεί η τέχνη της αναβίωσης της αγιογραφίας ή οποία μέχρι πρότινος ακόμη, κάλυπτε τις ανάγκες των ορθόδοξων ναών και πιστών, ενώ μόνο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται η εικόνα και ως διακοσμητικό στοιχείο.
Εδώ πρέπει να διαχωρίσουμε την καλλιτεχνική από την εμπορική αναβίωση της αγιογραφίας, παρ όλο που αμφότεροι οι παραπάνω όροι είναι συζητήσιμοι. Ας το πω διαφορετικά: Υπάρχει η σύγχρονη αγιογραφία που σέβεται με ευλάβεια την τεχνική, τα θέματα και το ύφος της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής αγιογραφίας, αλλά υπάρχει και η παραγωγή κακέκτυπων. Όπως συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις αναβίωσης μιας παλιότερης καλλιτεχνικής τάσης, δίπλα στη σοβαρή τέχνη της αναβίωσης, που κοσμεί τα πωλητήρια των μουσείων και επιλεγμένες αίθουσες τέχνης, φύονται «χύδην» κακέκτυπα μαζικής παραγωγής.
Το Art Topos εγκαινιάζει στις σελίδες του το χώρο της παραδοσιακής ελληνικής τέχνης, με το έργο της Σοφίας Πορταλάκη, μιας καλλιτέχνιδας που δουλεύει πάνω στην αναβίωση της Κρητικής Σχολής στην αγιογραφία και που συνεργάζεται με τα ελληνικά κρατικά μουσεία, για τα αντίγραφα βυζαντινών εικόνων. Τα έργα που παρουσιάζουμε στις σελίδες που ακολουθούν, δεν είναι τα ίδια με εκείνα που η καλλιτέχνις ζωγραφίζει για τα πωλητήρια των μουσείων.
© ART TOPOS, 1996, 1999 |