Γιάννης Γαΐτης: 1945-1967

Η γερμανική σημαία που κυμάτιζε στον ιερό βράχο της Ακρόπολης από τον Απρίλιο του 1941 αντικαθίσταται τον Οκτώβριο του 1944 από την ελληνική, σηματοδοτώντας επίσημα την εθνική απελευθέρωση. Την ίδια χρονιά, ο Γιάννης Γαϊτης, -που το 1942 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών ως μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη- πραγματοποιεί, σε ηλικία εικοσιενός ετών, την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής, στο σπίτι του, στην οδό Μαυροματαίων 35, παρουσιάζοντας πίνακές του σε ένα περιορισμένο, φιλικό κύκλο διανοουμένων.
Η δολοφονία της ελευθερίας
Η δολοφονία της ελευθερίας

Παρά το γεγονός ότι στα δεινά της μετακατοχικής Ελλάδας έρχεται να προστεθεί η συμφορά του εμφυλίου πολέμου, ο Γαϊτης συνεχίζει, συστηματικά, ετησίως, να εκθέτει, από το 1944 έως το 1947, στον Φιλολογικό Όμιλο "Παρνασσός", ένα από τους λιγοστούς εκθεσιακούς χώρους σε μια καταρρακωμένη, εξασθενημένη Αθήνα, που επιχειρεί, όμως, δυναμικά, να αναζωογονηθεί σε όλα τα επίπεδα. Στην εικαστική ανάκτηση των δυνάμεών της, συμβάλλει έντονα η σαφής πολιτιστική υποστήριξη -ήδη από το 1947- ξένων ινστιτούτων, τα οποία φιλοξενούν στις αίθουσές τους, και αλλού, "εισαγόμενες" εκθέσεις από την Αμερική, τη Βρετανία και τη Γαλλία, αντιγράφων σύγχρονης τέχνης, χαρακτικών και εικονογραφημένων βιβλίων. Άλλωστε, αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Γενικός Γραμματέας του Γαλλικού Ινστιτούτου, Roger Milliex, είχε ξεκινήσει να συγκεντρώνει έργα των Picasso, Picabia, Matisse, κ.α. που θα δώριζε το γαλλικό κράτος στην Ελλάδα "σε ένδειξη αγάπης και θαυμασμού για την ηρωϊκή στάση του ελληνικού λαού στον πόλεμο και την αντίσταση 1940-1944". Η συλλογή αυτή παρουσιάστηκε αρχικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών το 1949 και, μετά, στη Θεσσαλονίκη και αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά γεγονότα της μεταπολεμικής Ελλάδας(1).
Χωρίς τίτλο, ελαιογραφία σε μουσαμά
Χωρίς τίτλο, ελαιογραφία σε μουσαμά

Προσαρμοστικός και δεκτικός στα διεθνή δρώμενα της τέχνης, σε αντίθεση με μια συντηρητική ομάδα καχύποπτα αντιμετώπιζε τις ξένες αναζητήσεις, διψασμένος για τις σύγχρονες, εικαστικές εξελίξεις(2), ο Γαϊτης πρέπει σίγουρα να είχε επισκεφθεί τις εκθέσεις αυτές, γιατί είναι εμφανής η μορφολογική αλλαγή στη δουλειά του. Ήδη, το 1947 εμφανίζεται μια τάση για γεωμετρικοποίηση της φόρμας στα μέχρι τώρα παραστατικά και άμεσα αναγνωρίσιμα πορτρέτα του, ενώ από τον αμέσως επόμενο χρόνο καταπιάνεται με τη γλυπτική, τεμαχίζοντας τη φόρμα καθαρά κυβιστικά, ακολουθώντας τα ίχνη του Picasso. Μέχρι το 1954, χρονιά που εκθέτει στο "Κεντρικόν" και φεύγει, για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, πειραματίζεται με έναν εξπρεσιονισμό που φέρει σουρεαλιστικούς απόηχους και, κυρίως, με τον κυβισμό και τη γεωμετρία, προαναγγέλλοντας μια προδιάθεση για αυστηρότητα, πειθαρχία και οργάνωση που εκδηλώνεται πλήρως στην πιο αντιπροσωπευτική δουλειά του με το τυποποιημένο, σχεδόν μαθηματικά δομημένο, καθολικό "ανθρωπάκι".

Πριν ακόμα αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1954, ο Γαϊτης είχε αποδείξει πως είχε μια έντονη, προσωπική οντότητα τόσο με την εκθεσιακή δραστηριότητά του όσο και με το ύφος γραφής του που, σχετικά τολμηρό, ξέφευγε από τα συνηθισμένα, παρωχημένα, ακαδημαϊκά δεδομένα. Στο Παρίσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με την "art informel", κίνημα-ανταπάντηση του αμερικάνικου αφηρημένου εξπρεσιονισμού που έκλεψε τη σκυτάλη από τη γαλλική πρωτεύουσα και έφερε στο διεθνές εικαστικό προσκήνιο τη Νέα Υόρκη. Τέχνη ανεικονικών σχημάτων που κατοικούν σε αβαθή πεδία, τέχνη ελεύθερης και άκρατα αυθόρμητης, βίαιης χειρονομίας, η άμορφη ζωγραφική με την αγάπη της προς τη ματιέρα και τις ποιότητες της ύλης, αποτελεί΄, από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, μια ακόμα άμεση πρόκληση για το Γαϊτη. Όμως, παράλληλα με τις καθαρά αφηρημένες συνθέσεις του, συνεχίζει να ενσωματώνει σε ορισμένα έργα του παραστατικά στοιχεία -κυρίως στις ενότητες Θηρία [1956-1957] και Φυλλώματα [1958-1959]- επηρεασμένος, πιθανόν, από το αντίστοιχο, εξπρεσιονιστικό, βορειοευρωπαϊκό κίνημα "Cobra" το οποίο αποδεχόταν την αυθόρμητη, αυτόματη προσέγγιση της άμορφης ζωγραφικής, αλλά δεν καταργούσε την ύπαρξη της εικόνας.

Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ο Γαϊτης πλάθει, με την ίδια, ανάγλυφη, χειρονομιακή γραφή ένα προσωπικό λεξιλόγιο από εικονικούς κώδικες, τους οποίους σταδιακά τυποποιεί και τους εντάσσει στη σφαίρα ενός φαντασιακού, οικολογικού μικρόκοσμου. Σχηματοποιεί τα δικά του εξωγήϊνα ανθρωπάκια και τα συνυφαίνει με εγκόσμια μυρμηγκάκια, βατράχια, κοκόρια, περιστέρια, λουλούδια.
Οι Άγιοι Πατέρες
Οι Άγιοι Πατέρες

Σε αυτή η φάση της δουλειάς του επισημαίνονται τα πρώτα χνάρια επιρροής της pop art. Η φορμαλιστική επανάληψη, βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης του Andy Warhol, σφραγίζει τη ζωγραφική του Γαϊτη -από αυτό το σημείο και έως το θάνατό του-παρόλο που ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν επιχειρεί, σε αυτό το στάδιο, να αποδώσει μέσα από τη μορφολογική ομοιομορφία το πνεύμα της καταναλωτικής κοινωνίας και της μαζικής λαϊκής κουλτούρας, αλλά να κατασταλάξει σε ένα συγκεκριμένο, εικονογραφικό αλφάβητο, το οποίο ανασυνθέτει για να εκφράσει διαφορετικά, κάθε φορά, σχόλια. Σε ορισμένους πινάκές του, εμφανίζεται, επίσης, η κινηματογραφική απεικόνιση του δισδιάστατου χώρου σε επιμέρους ζώνες, όπως τη συναντάμε στις αναπαραστάσεις των κόμικς του Roy Lichtenstein(3). Αυτό που ενδιαφέρει, κυρίως, τον καλλιτέχνη είναι ο οπτικός τρόπος διήγησης της αφηγηματικής ιστορίας καθώς και η σταδιακή, διαδοχική ανάγνωση και η νοηματική αποκωδικοποίησή της. Στα πλαίσια της ίδιας έρευνας, στρέφεται, εξίσου, στις πιο γνήσιες πηγές της ελληνικής παράδοσης. Η οριζόντια διευθέτηση της εικονογραφημένης ιστορίας, κοσμικού συνήθως περιεχομένου, αντικαθίσταται σε ορισμένους πίνακες από το βυζαντινό σύστημα της περιστρεφόμενης αφήγησης, κατά την οποία περιμετρικές σκηνές προσθέτουν λεπτομέρειες των βίων, στην κεντρική ιστορία των αγίων(4).
Ο Θεός έπλασε τον κόσμο, τον άνθρωπο και το βάτραχο
Ο Θεός έπλασε τον κόσμο,
τον άνθρωπο και το βάτραχο

Αυτή ακριβώς η ανεκδοτολογική εξιστόρηση διαφοροποιεί τον Γαϊτη από την pop τέχνη των στατικών, ακινητοποιημένων στο χρόνο, συμβόλων, ενώ τον φέρνει πιο κοντά στην ιδεολογία της "Nouvelle Figuration" [1960-1979]ομάδα με την οποία είχε άλλωστε συνεκθέσει, με την προτροπή του Gerard Cassiot-Talabot, όταν έφερε την ονομασία "Actions et Reflexions" στο Παρίσι, στη γκαλερί "Α"(5), το 1964.

Σταδιακά ο Γαϊτης δημιουργεί μια γλώσσα επικοινωνίας εύκολα αντιληπτή, η οποία του επιτρέπει να σχολιάζει ενεργά την καθημερινή επικαιρότητα, κοινοποιώντας δημόσια τις φιλελεύθερες απόψεις του. Μεταπλάθει τις αρχέγονες μορφές του φαντασιακού μικρόκοσμού του σε πιο εύληπτες, λιγότερο αφηρημένες εικόνες, άμεσα εμπνευσμένες από την πραγματική ζωή. Γύρω στο 1967, χρονιά που εγκαθιδρύεται η δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, στους πίνακές του, το εξπρεσιονιστικό ανθρώπινο προφίλ με το καπέλο(6), μοτίβο που θα απλοποιηθεί και θα γεωμετρικοποιηθεί στο έπακρον, για να αποτελέσει, το σήμα κατατεθέν της κλασσικής δουλειάς του.

Την ίδια εποχή, ζωγραφίζει τη "Δολοφονία της Ελευθερίας", όπου μια σειρά από ανθρωπάκια, ντυμένα στρατιωτικά, πυροβολούν ένα λευκό περιστέρι. Τα επαναλαμβανόμενα, εξπρεσιονιστικά προφίλ, μετατρέπονται σε αγγελιοφόρους ενός μηνύματος ενάντια στην τρέχουσα, πολιτική πραγματικότητα και ο Γαϊτης γίνεται ο επαναστάτης δημιουργός(7) που αφυπνίζει τη συνείδηση του κάθε Έλληνα πολίτη.

Η διάθεση παρέμβασης στα σύγχρονα γεγονότα χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη σε όλη την υπόλοιπη πορεία του. Ήδη από το 1970, το "ανθρωπάκι" -στη γραμμική, γνωστή σε όλους, μορφή- αποτελεί, αναπόσπαστο μέρος μιας ανώνυμης, ουσιαστικά, απρόσωπης, ομοιόμορφης λαοθάλασσας. Αυτόπτης μάρτυς και κριτής των συμβάντων, φτάνει, κάποια στιγμή, να "διαδηλώνει" σε performances, σαν ζωντανός οργανισμός ανάμεσά μας, έχοντας ξεφύγει από τα περιοριστικά, δισδιάστατα όρια του ζωγραφικού τελάρου.

Η περίοδος 1945-1967 του Γιάννη Γαϊτη είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό, το οποίο ταυτίζει τον καλλιτέχνη με τη μετέπειτα εικαστική παραγωγή του. Αποτελεί, όμως, την κρίσιμη εκείνη εποχή, κατά την οποία ζυμώθηκαν οι φορμαλιστικοί προβληματισμοί και οι πολύπλευρες, εννοιολογικές ανησυχίες του, μια εποχή που αποδεικνύει ότι ο ενταγμένος ιδεολογικά στην αριστερά, Γαϊτης -γνήσιο θρέμμα της προπολεμικής και μεταπολεμικής Αθήνας- αποτολμούσε, αδιάλειπτα, να εξερευνήσει άγνωρα καλλιτεχνικά μονοπάτια, για να υψώσει, δυναμικά, μέσα από την τέχνη, τη μεταρρυθμιστική φωνή του απέναντι στα καθημερινά, εγχώρια και μη, κοινωνικοπολιτικά συμβάντα.
Χωρίς τίτλο
Χωρίς τίτλο, ελαιογραφία σε μουσαμά
Μπία Παπαδοπούλου

Σημειώσεις

1. Σκαλτσά Ματούλα. Αίθουσες Τέχνης στην Ελλάδα: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, 1920-1988 με πρόλογο της Δήμητρας Τσούχλου. Εκδόσεις Άποψη, ΑΘήνα, 1989, σ.26
Επιστροφή στο κείμενο...

2. Όπως επισημαίνει η Ε. Βακαλό, από το 1940 χάθηκε κάθε επαφή με το εξωτερικό και δεν ήταν πια εφικτή η παρακολούθηση της καλλιτεχνικής επικαιρότητας. Η Φυσιογνωμία της Μεταπολεμικής Τέχνης στην Ελλάδα: Αφαίρεση, Αθήνα, 1981, τ.Α' , σ. 32.
Επιστροφή στο κείμενο...

3. Ο μικρόκοσμος του Γαϊτη, που αρχικά απεικονίζεται σε μια ενιαία επιφάνεια, τεμαχίζεται, στη συνέχεια, δημιουργώντας πολλαπλές παραστάσεις, οι οποίες τοποθετούνται σε διαφορετικά δομικά επίπεδα, στο ίδιο έργο.
Επιστροφή στο κείμενο...

4. Ο Γαϊτης, συχνά αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό, από τον οποίο αντλεί μορφολογικά και θεματογραφικά στοιχεία. Στη σειρά "Αρχαιότητες", της δεκαετίας του 1980, που αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά, εντοπίζονται γνωστά έργα του καλλιτέχνη που δανείζονται παραστάσεις από συγκεκριμένα αγγεία. Ο πίνακας με τίτλο "Το κουτί της Πανδώρας", για παράδειγμα, εικονογραφικά μεταφέρει την ακριβή παράσταση ερυθρόμορφης ληκύθου των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα από την Απουλία της Ν. Ανατολίας, την οποία έχει προσαρμόσει ο Γαϊτης, αρμονικότατα, στο τυποποιημένο, γεωμετρικό ύφος του.
Επιστροφή στο κείμενο...

5. Serafini Giuliano, Γιάννης Γαϊτης, εκδ. Μέδουσα, Αθήνα, 1988, σ. 126. Το 1964, ο Γαϊτης συμμετέχει, επίσης, σε μια έκθεση της γκαλερί "Relevo" του Rio de Janeiro με τον τίτλο "La Nouvelle Figuration de l' Ιcole de Paris" ενώ, στη συνέχεια, λαμβάνει μέρος, διεθνώς, σε διάφορες εκθέσεις που συσχετίζονται με την "αφηγηματική παραστατικότητα".
Επιστροφή στο κείμενο...

6. Η ακριβής χρονολόγηση έργων του Γαϊτη είναι δύσκολη, γιατί σπάνια υπέγραφε με χρονολογίες μετά την πρώιμη, γεωμετρική περίοδο, ενώ συχνά επέστρεφε στις παλιότερες μορφολογικές αναζητήσεις του. Στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του καλλιτέχνη που πραγματοποιήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη το 1984, δημοσιεύονται έργα με το εξπρεσιονιστικό προφίλ, τα οποία χρονολογούνται από το 1963. Στον ίδιο κατάλογο, ο τότε διευθυντής, Δημήτρης Παπαστάμος, αναφέρεται σε αυτό το μοτίβο και το τοποθετεί γύρω στα 1967 (σ.9), ημερομηνία που αποδέχονται οι ιστορικοί τέχνης Πόπη Παναγιώτου (Αφιέρωμα στον Γιάννη Γαϊτη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, ΚΘ΄Δημήτρια, 1994) και Τζουλιάνο Σεραφίνι (Ibid.,σ.50). Αυτή η χρονολογία μου φαίνεται πιο πιστευτή, αφού, το 1963, ο Γαϊτης επεξεργαζόταν ακόμα ενεργά τον κώδικα του φαντασιακού μικρόκοσμου.
Επιστροφή στο κείμενο...

7. Μια από τις πρώτες, σημαντικές, για την εποχή, μονογραφίες για τον Γαϊτη έφερε αυτόν ακριβώς τον τίτλο (Ν. Παπαδάκης, Γιάννης Γαϊτης: Ένας επαναστάτης δημιουργός, εκδ. Πολυπλάνο, Αθήνα, 1980).
Επιστροφή στο κείμενο...


© ART TOPOS, 1996
Τελευταία ενημέρωση: 6 Αυγ. 1996
info@artopos.org